Wall street και Κίνα έρχονται πιο κοντά

Wall street και Κίνα έρχονται πιο κοντά

Μπορεί ο εμπορικός πόλεμος να μαίνεται, όμως η Κίνα ανοίγει την πόρτα της στο ξένο κεφάλαιο. Κι ενώ Κίνα και Αμερική βρίσκονται σε μια διαδικασία «αποσύνδεσης», δεν συμβαίνει το ίδιο με τα τρισεκατομμύρια δολάρια που περνάνε από τις διεθνείς αγορές κάθε μέρα. Διαχειριστές ξένων κεφαλαίων αγόρασαν πέρυσι κινεζικές μετοχές και ομόλογα αξίας 200 δισ. δολ. 

Η Wall Street ποντάρει ότι το οικονομικό κέντρο βάρους θα μετακινηθεί, μακροπρόθεσμα, ανατολικά. Η κινεζική αγορά είναι υπερβολικά μεγάλη για να αγνοηθεί. Εκεί που για χρόνια παρέμενε πεισματικά «κλειστή», η Κίνα τώρα προσπαθεί να δελεάσει ξένα κεφάλαια στην προσπάθειά της να γίνει οικονομική υπερδύναμη. 

Το δέλεαρ για τους επενδυτές

Με το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της να αναμένεται ότι θα μειωθεί στο μέλλον, ακόμα και να παρουσιάσει έλλειμμα ενδεχομένως, η Κίνα χρειάζεται να προσελκύσει περισσότερο ξένο κεφάλαιο. Κατέστησε ευκολότερο για τους μη Κινέζους να μπουν στις αγορές της βελτιώνοντας τους όρους και προσφέροντας δυο πράγματα, σπάνια στον υπόλοιπο κόσμο αυτή τη στιγμή: Αύξηση ΑΕΠ και επιτόκια υψηλότερα του μηδενός. Η πιθανή ανταμοιβή είναι τεράστια: Μια νέα πηγή χρεώσεων για τις τράπεζες της Wall Street και ένα αχανές σύμπαν από πιθανούς πελάτες και εταιρείες που θα επενδύσουν για τους διαχειριστές κεφαλαίων. 

Αυτό που φαίνεται είναι ότι διαμορφώνεται μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του πολιτικού και του οικονομικού τομέα. Παρά τις σινοαμερικανικές ψυχροπολεμικές ρητορικές, η Κίνα ακολουθεί αυτό που ονομάζει «στρατηγική διασύνδεσης (linking strategy)», αναζητώντας περισσότερες σχέσεις με εταιρείες από το εξωτερικό και μεγαλύτερη ξένη συμμετοχή στο κινεζικό χρηματοοικονομικό σύστημα. Ο πρώην κυβερνήτης της κινεζικής κεντρικής τράπεζας Zhou Xiaochuan πιστεύει ότι όπως ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό βοήθησε την Κίνα να εκτοξεύσει τη βιομηχανία της, έτσι μπορεί να κάνει και για τον χρηματοοικονομικό τομέα. 

Μια νέα μορφή «κρατικού παρεμβατισμού»

Το Πεκίνο προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα μορφή κρατικού καπιταλισμού προσελκύοντας δυτικές εταιρείες εν τω μέσω ενός εμπορικού πολέμου. Αρχισε από το 2019 χαλαρώνοντας τα όρια διεθνούς ιδιοκτησίας σε εταιρείες όπως χρηματιστηριακές, διαχείρισης κεφαλαίων και ασφαλιστικές. Φέτος τον Ιούνιο ανακοίνωσε ότι επεκτείνει τον αριθμό των τομέων που είναι ανοιχτοί σε ξένες επενδύσεις. 

Η μακροπρόθεσμη φιλοδοξία της Κίνας είναι να μεγεθύνει τη δύναμη των κεφαλαιαγορών της και του γουάν. Αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι του κινεζικού εμπορίου τιμολογείται σε δολάρια, κάτι που καθιστά ευάλωτο το κινεζικό εμπόριο σε αμερικανικές κυρώσεις. Για να μπορέσει να εξελιχθεί σε υπερδύναμη στα χρηματοοικονομικά, η Κίνα ήδη εξετάζει τρόπους να δημιουργήσει ένα δικό της παράλληλο σύστημα διεθνών πληρωμών ως εναλλακτικό του SWIFT, ώστε να μην εξαρτάται από το αμερικανικό δίκτυο-δολάριο. 

Η διευκόλυνση της πρόσβασης στην κινεζική αγορά «κουμπώνει» με τα συμφέροντα των ξένων επενδυτών. Το Πεκίνο επιτρέπει τώρα σε δυτικές εταιρείες να πάρουν τον έλεγχο των εργασιών τους στην Κίνα. Σύμφωνα με το CNBC, τους τελευταίους 18 μήνες καταγράφονται ποσοστά συγχωνεύσεων και εξαγορών στην Κίνα που δεν είχαν σημειωθεί την προηγούμενη δεκαετία. Οι περισσότερες προέρχονται από αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες που θέλουν να εκμεταλλευτούν τη χαλάρωση των περιορισμών και ποντάρουν στην κινεζική καταναλωτική ζήτηση. 

Η συμβουλευτική Oliver Wyman εκτιμά ότι ο επενδύσιμος πλούτος των ιδιωτών πελατών προβλέπεται να αυξηθεί από 24 τρισ. δολ. το 2018 σε 41 τρισ. δολ. μέχρι το 2023. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κλίμακα της κινεζικής οικονομίας θα μεταφραστεί αυτόματα σε δουλειές για τις ξένες χρηματοοικονομικές εταιρείες. Για παράδειγμα, δύσκολα θα μπορούσε μια διεθνής τράπεζα να ανταγωνιστεί για καταθέσεις την Industrial and Commercial Bank of China που διαθέτει 15.700 υποκαταστήματα. 

Οπως, όμως, δήλωσε στον Economist ο διευθύνων σύμβουλος της περιφερειακής εμπορικής ένωσης της ASIFMA (Asia Securities Industry & Financial Markets Association), Μαρκ Οστιν, «οι ξένες εταιρείες θεωρούν ότι έχουν το πλεονέκτημα σε τομείς όπως η συμβουλευτική, η επενδυτική τραπεζική και το asset management». Οι εταιρείες από το εξωτερικό που δεσμεύουν κεφάλαια στην Κίνα στοχεύουν στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους στη χώρα και δεν προσβλέπουν σε κερδοφορία τα επόμενα δυο-τρία χρόνια, όπως εκτιμά η Deloitte China. 

Η Κίνα θα μπορούσε να παρακάμψει τους κανόνες για να προστατέψει τις τοπικές εταιρείες και τις τράπεζες. Κρατικές κινεζικές εταιρείες θα κρατάνε τις μεγαλύτερες δουλειές τους για τις εγχώριες τράπεζες. 

Η κινεζική κυβέρνηση ετοιμάζει συγχωνεύσεις με σκοπό τη δημιουργία μιας επενδυτικής τράπεζας - «αεροπλανοφόρο» όπως την αποκαλεί, για να αποκρούει τους ξένους. Οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων θα είναι πρακτικά αναγκασμένοι να διανέμουν τα προϊόντα τους μέσα από εγχώριες τράπεζες και τεχνολογικές πλατφόρμες. Επιπρόσθετα, οι εταιρείες από το εξωτερικό θα πρέπει να λειτουργούν ελισσόμενες μέσα στο καθεστώς των αμερικανικών κυρώσεων, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί απαιτητικό. 

Παρά ταύτα, η έκθεση των αμερικανικών χρηματοοικονομικών εταιρειών στην Κίνα είναι ακόμα αρκετά μικρή ώστε να αισθάνονται πως αξίζει το ρίσκο. Οι πέντε κορυφαίες τράπεζες της Wall Street έχουν μόνο το 1,6% των περιουσιακών τους στοιχείων εκτεθειμένα σε Κίνα και Χονγκ Κονγκ, αντίθετα με την παγκόσμια τεχνολογία που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα. 

Ενδεικτικά, η έκθεση του παγκόσμιου τεχνολογικού τομέα στον ασιατικό γίγαντα είναι - σύμφωνα με στοιχεία από την Deutsche Bank: 

1. Ηλεκτρονικά εξαρτήματα 38%

2. Computer processing hardware 34%

3. Υπηρεσίες ίντερνετ 34%

4. Συσκευές 33%

5. Ημιαγωγοί 30%

6. Ηλεκτρονικός εξοπλισμός 22%

7. Tηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός 21% 

Ακόμη κι αν οι ΗΠΑ σκληρύνουν τη στάση τους απέναντι στην Κίνα, οι επιπλοκές για τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα είναι διαφορετικές απ’ ό,τι π.χ. στον βιομηχανικό, που χρειάζεται μεγάλες σταθερές επενδύσεις και προσεκτικά διαμορφωμένες αλυσίδες εφοδιασμού. Οι επενδύσεις σε μετοχές και ομόλογα είναι ευκολότερο να προσαρμοστούν, αρκεί φυσικά η Κίνα να επιτρέπει στους επενδυτές να βγάλουν μετρητά από τις αγορές της. 

Η Κίνα καλωσορίζει το ξένο κεφάλαιο, τη στιγμή που η Αμερική προσπαθεί να κόψει τους εμπορικούς δεσμούς. Με τον Ντόναλντ Τραμπ να θέλει, αν όχι να απαιτεί, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές εταιρείες να αποτραβηχτούν από την Κίνα. 

Ο αντίκτυπος των κινήσεων Τραμπ

Προς το παρόν η διοίκηση Τραμπ έχει μπλοκάρει ένα συνταξιοδοτικό ταμείο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από το να επενδύσει σε κινεζικές μετοχές. Εχει απειλήσει να διαγράψει κινεζικές εταιρείες από τα αμερικανικά χρηματιστήρια. Και έχει ακόμη επιβάλλει κυρώσεις σε Κινέζους αξιωματούχους στο Χονγκ Κονγκ και τη Σιντζιάνγκ. Ομως, ο αντίκτυπος και των τριών αυτών κινήσεων είναι σχετικά ήπιος. Το συνταξιοδοτικό ταμείο που αποκλείει τις κινεζικές μετοχές αντιπροσωπεύει μόλις το 3% των περιουσιακών στοιχείων των συνταξιοδοτικών ταμείων της Αμερικής. Οσον αφορά τη διαγραφή κινεζικών εταιρειών από τα αμερικανικά χρηματιστήρια, η Κίνα έχει περιθώριο μέχρι το 2022 να αποφύγει τις απειλούμενες διαγραφές και έχει ήδη προτείνει έναν συμβιβασμό που θα παρέχει στους Αμερικανούς ελεγκτές μεγαλύτερη πρόσβαση στα βιβλία των εταιρειών. 

Η αξία, μάλιστα, των εισηγμένων κινεζικών εταιρειών στη Wall Street αυξήθηκε φέτος. Οι κυρώσεις, τέλος, βαρύνουν μεν συγκεκριμένα άτομα αλλά θα «πονούσαν» την Κίνα πολύ περισσότερο αν αφορούσαν ολόκληρες τράπεζες. Η Κίνα βλέπει τον εαυτό της ως ηγεμόνα «εν αναμονή». Της αναλογεί το 15,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ, από 3,6% το 2000. Η οικονομία της, η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό στο παγκόσμιο εμπόριο. Ομως, το ειδικό βάρος της είναι μικρό στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Η Κίνα θεωρεί ότι πρέπει να διορθώσει αυτή την ασυμμετρία, ουσιαστικά δηλαδή να απειλήσει την κυριαρχία του δολαρίου.

Το μόνο που θα μπορούσε να διακόψει άμεσα τη σινοαμερικανική χρηματοοικονομική διασύνδεση θα ήταν αν αποφάσιζαν οι ΗΠΑ να μπλοκάρουν την Κίνα από το δολαριακό σύστημα πληρωμών. ∆ηλαδή να πιέσουν το SWIFT να αποκλείσει τα μέλη από την Κίνα. Παρόμοιες τακτικές έχουν δοκιμαστεί στο Ιράν, στη Βενεζουέλα, στη Β. Κορέα και τη Μιανμάρ, μικρές οικονομίες με τις οποίες η Αμερική δεν είχε πολλά πάρε-δώσε. Ο Μπάρακ Ομπάμα έφτασε κοντά στο να τις επιχειρήσει ενάντια στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Κριμαία το 2014, αλλά τελικώς δεν το αποφάσισε. 

Όμως, το να γινόταν κάτι τέτοιο εναντίον της Κίνας, με την οποία οι ΗΠΑ κάνουν εμπόριο αξίας 560 δισ. δολ. τον χρόνο, ενώ τέσσερις τράπεζες της Κίνας είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, θα δημιουργούσε τεράστιες επιπλοκές. Το Πεκίνο, θορυβημένο από μια τέτοια προοπτική, που στο παρελθόν έμοιαζε απίθανη, επιχειρεί τους τελευταίους μήνες να αποφασίσει πώς θα απαντούσε σε κάτι ανάλογο. Αξιωματούχοι πρότειναν να προωθήσουν το γουάν ως εναλλακτικό του δολαρίου και κινεζικά συστήματα πληρωμών ως εναλλακτικά του SWIFT. Ηδη υπάρχει ένα κινεζικό υβριδικό εναλλακτικό σύστημα πληρωμών, το CIPS.

Στην πράξη αυτό που σταματάει την Ουάσινγκτον είναι η βλάβη που θα πάθαινε η ίδια. Το να αποκλείσει την Κίνα από το δολάριο θα υπονόμευε όχι μόνο τις κινεζικές τράπεζες αλλά και τις εταιρείες με έδρα την Κίνα οι οποίες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 1/10ο των παγκόσμιων εξαγωγών. Αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια κατάρρευση στο διεθνές εμπόριο, να διαταράξει αλυσίδες εφοδιασμού και να βαθύνει την παγκόσμια ύφεση.

Η Κίνα από την πλευρά της θα μπορούσε να ανταποδώσει, κλείνοντας την πρόσβαση των δυτικών τραπεζών και επιχειρήσεων στις αγορές της, αλλά και να τις μπλοκάρει από τα κινεζικά επενδυτικά πρότζεκτ. 

Και μόνο ότι οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να αναλογιστούν όλες αυτές τις συνέπειες δείχνει ότι η «στρατηγική διασύνδεσης» μάλλον θα συνεχιστεί. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου «η μόνη επιλογή είναι περισσότερο άνοιγμα», όπως λέει στον Economist ο επικεφαλής για την Κίνα της Macquarie Group στο Χονγκ Κονγκ: «Πρέπει να δημιουργήσεις μια κατάσταση όπου η άλλη πλευρά θα έχει περισσότερα να χάσει». Στην τεχνολογική βιομηχανία, βέβαια, η ρήξη μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ συνεχίζει να βαθαίνει. Στο πεδίο της χρηματοοικονομίας, όμως, η Wall Street και η Κίνα έρχονται πιο κοντά.

* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαβαβτοκύριακου 12-13 Σεπτεμβρίου