Τη δημογραφική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα περιγράφει σε δημοσίευμά της η εφημερίδα Washington Post, φέρνοντας ως παράδειγμα την κατάσταση που επικρατεί σε ένα δημοτικό σχολείο στο Καλπάκι Ιωαννίνων και το κλείσιμο σχολικών μονάδων στις επαρχιακές πόλεις λόγω έλλειψης... παιδιών.
Στο δημοσίευμά της με τίτλο «Πού είναι όλα τα παιδιά;...» αναφέρεται στην οικονομική κρίση που οδήγησε στη δραματική μείωση των γεννήσεων και επισημαίνει πως στο συγκεκριμένο δημοτικό, το 2018, πήγαν 13 πρωτάκια. Τα μισά σχολεία στην περιοχή έχουν κλείσει. Όλο και περισσότεροι πιθανοί γονείς φεύγουν ή δεν κάνουν παιδιά, επειδή είναι άνεργοι ή βγάζουν μετά βίας τα προς το ζην.
Φιλοξενεί δε δήλωση κατοίκου, η οποία φοίτησε στο Καλπάκι και η οποία εξέφρασε την έκπληξή της για το μικρό αριθμό παιδιών που αντίκρισε στη φετινή σχολική χρονιά. «Η ελληνική οικονομία δεν εξαρτάται πλέον από τα προγράμματα ούτε θεωρείται ότι θέτει σε κίνδυνο το ευρώ. Όμως, η χώρα μόλις τώρα ξεκινά να αντιμετωπίζει την επόμενη φάση της απειλής. Μία μείωση των γεννήσεων που έχει αυξήσει την πιθανότητα μιας συρρικνωμένης, αποδυναμωμένης Ελλάδας τα χρόνια που θα έρθουν», υπογραμμίζει το δημοσίευμα.
Όπως σημειώνει η WP, κατά τη διάρκεια της βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης, τα ήδη χαμηλά ποσοστά γεννήσεων έπεσαν ακόμη περισσότερο, όπως έγινε και σε άλλες προβληματικές οικονομίες της νότιας Ευρώπης. Η Ελλάδα χτυπήθηκε από έναν ακόμη παράγοντα, καθώς μισό εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα, πολλοί από αυτούς νέοι, πιθανοί μελλοντικοί γονείς.
«Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ύφεση της χώρας δημιούργησε τη μικρότερη γενιά της Ελλάδας μεταπολεμικά, παιδιά που φτάνουν τώρα σε ηλικία δημοτικού. Κάποια από αυτά πηγαίνουν στα σχολεία με παπούτσια και τσάντες από δεύτερο χέρι και είναι ακόμη στο πρώτο στάδιο κατανόησης της τρομακτικής εποχής στην οποία έχουν γεννηθεί», επισημαίνει.
Το ποσοστό γεννητικότητας στην Ελλάδα, περίπου 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα, είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη και αρκετά κάτω από τον στόχο του 2,1 που απαιτείται για έναν σταθερό πληθυσμό, χωρίς να υπολογίζεται η μετανάστευση.
Το ποσοστό γεννητικότητας ήταν σε ανάκαμψη πριν από την κρίση, φτάνοντας της 1,5 γεννήσεις ανά γυναίκα το 2008. Πρόοδος που όμως έχει εξανεμιστεί πλέον, καθώς το ποσοστό έπεσε ξανά στα χαμηλά των τελών της δεκαετίας του '90 και των αρχών του 2000, σημειώνει το δημοσίευμα.
Λόγω της μετανάστευσης, ο αριθμός των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα μειώθηκε ακόμα περισσότερο φτάνοντας σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Το 2009, λίγο πριν την κρίση, υπήρχαν 118.000 γεννήσεις στην Ελλάδα. Ο αριθμός έχει μειωθεί σταθερά έκτοτε και υπερκεραστεί από τον αριθμό των θανάτων. Το ποσοστό γεννήσεων το 2017, ήταν 88.500, ο χαμηλότερος που έχει καταγραφεί.
Σε ορισμένες χώρες, μετά την οικονομική κρίση, σημειώθηκε ραγδαία ανάκαμψη των ποσοστών γεννήσεων. Αυτό όμως είναι απίθανο στην Ελλάδα, δήλωσε ο Βύρων Κοτζαμάνης, δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, καθώς η μέση γυναίκα στην Ελλάδα δεν είχε παιδιά πριν την ηλικία των 31 έτους. Ορισμένες γυναίκες που είχαν αναβάλει την εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της ύφεσης έχασαν εντελώς την ευκαιρία. Σύμφωνα με τον Κοτζαμάνη, η ύφεση μείωσε μόνιμα το μέγεθος της νεότερης γενιάς στην Ελλάδ, αλλά μείωσε και τον αριθμό των γονέων τα επόμενα χρόνια. «Θα έχουμε λιγότερες και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες», δήλωσε ο κ. Κοτζαμάνης.
Οι δημογραφικές αλλαγές πλήττουν και τις προοπτικές της Ελλάδας για μία ανάκαμψη όπως εκείνη στις ΗΠΑ μετά τη μεγάλη ύφεση, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα. Η ελληνική οικονομία παραμένει κατά 25% μικρότερη σε σύγκριση με πριν από μία δεκαετία και τις επόμενες έξι δεκαετίες η Εurostat εκτιμά ότι ο ελληνικός πληθυσμός των 10,7 εκατομμυρίων θα μειωθεί κατά 32%. Ποσοστό που το ξεπερνούν μόνο μερικές χαμηλοεισοδηματικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που έχουν δει επίσης τη φυγή εργαζομένων προς πλουσιότερα κράτη.
Ενδεικτικά η εφημερίδα αναφέρει ότι ο κ. Στέφανος Χαντάκας, γυναικολόγος που ίδρυσε μια μη κυβερνητική οργάνωση προγεννητικής φροντίδας, δήλωσε ότι σε ένα ελληνικό νησί 1.000 κατοίκων, κανένα παιδί δεν γεννήθηκε στη μέση της κρίσης για τουλάχιστον τρία χρόνια.
Ωστόσο, η δημογραφική αλλαγή έχει αφήσει το σημάδι της τόσο στο σχολείο όσο και στη ζωή των παιδιών. Πριν από είκοσι χρόνια, το σχολείο είχε 100 μαθητές. Επειδή τα γειτονικά σχολεία είναι κλειστά, σήμερα συγκεντρώνει μαθητές από την ευρύτερη περιοχή. Το Καλπάκι αριθμεί μόνο 70 μαθητές από την 1η έως 6η τάξη. Από αυτούς, 20 είναι Αλβανοί των οποίων οι γονείς μετακόμισαν κυρίως στην Ελλάδα κατά τις δεκαετίες πριν από την κρίση. Άλλα 20 παιδιά είναι νεοαφιχθέντες από τη Συρία, των οποίων οι οικογένειες ζουν σε ένα στρατόπεδο στην πλαγιά του λόφου.