Το τέλος της τελευταίας χρηματιστηριακής συνεδρίασης του Απριλίου βρήκε τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις 1.448,48 μονάδες. Αν συγκρίνουμε την τιμή αυτή με τις περίπου 800 μονάδες στις οποίες βρισκόταν ο δείκτης το φθινόπωρο του 2022, βλέπουμε πως το ελληνικό χρηματιστήριο έχει ανεβεί σε ένα διάστημα 18 μηνών κατά περίπου 80%.
Λαμβάνοντας υπόψη μας αυτό, όπως και το ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά στο μισό της διαδρομής από τις 1.000 προς τις 2.000 μονάδες, δεν μας κάνει εντύπωση το γεγονός πως στην αγορά μας έχει αρχίσει η συζήτηση σχετικά με το τι είναι πιο εύκολο από εδώ και πέρα, η περαιτέρω κίνηση προς τις 2.000 ή η επιστροφή προς τις 1.000. Κρίνοντας από σχόλια και απόψεις που ακούσαμε και διαβάσαμε σχετικά με αυτό το ερώτημα, υποθέτουμε πως μάλλον επικρατεί το αισιόδοξο σενάριο.
Αλήθεια όμως, μπορεί αυτή η άποψη να υποστηριχθεί πειστικά με βάση τα στοιχεία που έχουμε αυτή τη στιγμή στη διάθεσή μας ή είναι περισσότερο βασισμένη στην καλή διάθεση που επικρατεί στην αγορά μας ύστερα από την πολύ καλή πορεία της; Αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε σήμερα, ξεκινώντας πρώτα από το αρνητικό σενάριο, αυτό της σημαντικής υποχώρησης της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς.
Πριν ξεκινήσουμε, πρέπει να επισημάνουμε πως δεν θα ασχοληθούμε με την πορεία του Γενικού Δείκτη στην περίπτωση που συμβεί κάποιο γεγονός που θα ταράξει τις διεθνείς αγορές, όπως είχε γίνει το 2020 με την πανδημία και το 2022 με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όλες οι αγορές κινούνται μαζί μέχρι να περάσει η φάση του πανικού και να αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες λοιπόν, για να δούμε μία σημαντική υποχώρηση του Γενικού Δείκτη η οποία θα αλλάξει προς το χειρότερο και τη μακροπρόθεσμη εικόνα που δίνει η τεχνική ανάλυση, πολύ απλά θα πρέπει να πέσουν πολύ οι βασικές μετοχές της ελληνικής αγοράς.
Σύμφωνα με αυτά που γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή, αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, δεδομένων των οικονομικών επιδόσεων των μεγάλων εισηγμένων εταιρειών και των εκτιμήσεων που υπάρχουν για την περαιτέρω πορεία τους. Δεν μπορούμε να σκεφθούμε κάποια προφανή αιτία για να αλλάξει η στάση των επενδυτών απέναντι στις ελληνικές επιχειρήσεις. Η επιστροφή σε ένα περιβάλλον πολιτικής αβεβαιότητας δεν είναι ένα εντελώς απίθανο σενάριο αλλά αυτές τις μέρες δεν συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες πραγματοποίησης (σε ένα μήνα από τώρα θα μάθουμε αν έχουμε δίκιο σε αυτό!).
Μάλλον αμελητέες είναι και οι πιθανότητες να σταματήσει ξαφνικά η χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, η οποία είναι γεγονός πως έχει δώσει ήδη ώθηση στην ελληνική οικονομία και αναμένεται να συνεχίσει να το κάνει για μερικά χρόνια ακόμα. Μία άλλη αιτία που θα μπορούσε να ωθήσει προς τα κάτω το Χρηματιστήριό μας είναι μία σοβαρή αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων.
Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να γίνει μόνο στην Ελλάδα, θα αποτελούσε μέρος ενός παγκόσμιου προβλήματος. Ούτως ή άλλως όμως, αυτή τη στιγμή δεν είναι κάτι που, εμείς τουλάχιστον, θεωρούμε ως ιδιαίτερα πιθανό.
Πηγαίνουμε τώρα στο θετικό σενάριο, αυτό της κίνησης του Γ.Δ. προς τις 2.000 μονάδες. Μία τέτοια άνοδος μπορεί να ακούγεται «τεράστια» αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο δύσκολο να γίνει. Για να φτάσει εκεί ο Γενικός Δείκτης θα πρέπει να πραγματοποιήσει άνοδο της τάξης του 38% και προφανώς δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει έτσι απλά. Αν ρίξουμε όμως μία ματιά στις τιμές που έχουν θέσει για στόχο στις σημαντικότερες μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου οι Έλληνες και οι διεθνείς χρηματιστηριακοί αναλυτές, θα δούμε εύκολα πως σε πολλές περιπτώσεις αυτοί βρίσκονται σε απόσταση παρόμοια με αυτή που θα πρέπει να διανύσει ο Γενικός Δείκτης για να βρεθεί στις 2.000.
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι στόχοι βρίσκονται πολύ παραπάνω από εκεί. Μιλώντας για στόχους, διευκρινίζουμε πως αναφερόμαστε στους ψηλότερους που έχουμε δει το τελευταίο χρονικό διάστημα για κάθε μετοχή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αυτοί βρίσκονται πολύ μακριά από τον μέσο όρο των εκτιμήσεων του συνόλου των αναλυτών.
Επίσης, πρέπει να θυμίσουμε πως την τελευταία διετία έχουμε δει πολλές εκθέσεις αναλυτών με στόχους που φαίνονται «εξωπραγματικοί» να δικαιώνονται και να αποστομώνουν όσους είχαν σπεύσει να προχωρήσουν σε διαφόρων ειδών σχόλια.
Βλέπουμε λοιπόν πως στην περίπτωση της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας ο υψηλότερος στόχος που έχουμε δει βρίσκεται 38% πάνω από την τιμή του κλεισίματος της 30ης Απριλίου, ακριβώς δηλαδή στο ποσοστό ανόδου που θα πρέπει να πετύχει ο δείκτης για να φτάσει τις 2.000 μονάδες. Στην περίπτωση της τράπεζας Πειραιώς οι υψηλότεροι στόχοι είναι κοντά στο 45% πιο πάνω από το κλείσιμο της 30ης Απριλίου.
Στην Alpha Bank μιλάμε για ένα ποσοστό σχεδόν 50%, ενώ για την Eurobank ο στόχος είναι κοντά στο 25% πάνω από τα προχθεσινά επίπεδα. Είναι φανερό πως ο μέσος όρος της ποσοστιαίας απόστασης των τιμών στόχων για τις 4 μεγάλες τράπεζες είναι σαφώς ανώτερος του «μαγικού» 38%. Ξεκινήσαμε με τις τράπεζες γιατί εδώ και πολλούς μήνες έχουν αναλάβει και πάλι, ύστερα από σχεδόν 10 χρόνια, τον ρόλο του «διευθυντή ορχήστρας» στο χρηματιστήριο μας.
Αν κάνουμε κάτι αντίστοιχο και για τις άλλες μετοχές που επηρεάζουν εύκολα την πορεία των χρηματιστηριακών δεικτών του Χρηματιστηρίου Αθηνών θα δούμε πως υπάρχουν περιπτώσεις με στόχους πολύ πιο πάνω από τις τωρινές τιμές, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της ΔΕΗ που ο μέγιστος στόχος είναι σχεδόν διπλάσιος και άλλοι στόχοι απέχουν περισσότερο του 50% από την τωρινή τιμή.
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις μετοχών με πολύ πιο «συντηρητικούς» στόχους στις εκθέσεις των αναλυτών, αλλά αν βγάλουμε έναν μέσο όρο (όσο αντιεπιστημονικό και να ακούγεται αυτό), το πιθανότερο είναι πως δεν θα απέχει πολύ από το 38%.
Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως επειδή για ένα μεγάλο διάστημα οι στόχοι των αναλυτών επιτυγχάνονται και πολύ συχνά αναθεωρούνται ανοδικά, αυτό θα συνεχίσει να γίνεται για πάντα. Πρέπει όμως να προσθέσουμε πως οι οικονομικές επιδόσεις των εταιρειών βελτιώνονται συνεχώς και οι διοικήσεις τους, στις πιο πολλές περιπτώσεις, δεν κρύβουν την αισιοδοξία τους για τη μελλοντική τους πορεία.
Επίσης, θυμίζουμε και τις θετικές εκτιμήσεις των διεθνών αναλυτών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ιδίως σε σχέση με τις περισσότερες άλλες χώρες στην Ευρωζώνη και την περιοχή γύρω μας. Πέραν αυτού, οι επιχειρηματικές κινήσεις που βρίσκονται εξέλιξη στους τομείς της ενέργειας, της ψηφιακής αναβάθμισης του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, των έργων υποδομής διαφόρων τύπων, του τουρισμού και της ανάπτυξης ακινήτων, μας δείχνουν πως για τις περισσότερες σοβαρές επιχειρήσεις θα υπάρχει πολλή δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Για όσο διάστημα μάλιστα θα υπάρχει και η βοήθεια από τα ευρωπαϊκά ταμεία, οι προοπτικές ανάπτυξης των επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών θα είναι λίγο πολύ «εγγυημένες». Δεν πρέπει επίσης να αγνοήσουμε το γεγονός της σημαντικής ανόδου των μερισματικών αποδόσεων, ειδικά τώρα που θα αρχίσει η διανομή κερδών και στους μετόχους των τραπεζών.
Το συμπέρασμα που βγαίνει λοιπόν είναι πως η κίνηση του Γενικού Δείκτη προς τις 2.000 μονάδες δεν αποτελεί ένα εξωφρενικό σενάριο και είναι σαφώς πιθανότερο από αυτό της επιστροφής του προς τις 1.000, τουλάχιστον με βάση ό,τι ξέρουμε αυτή τη στιγμή. Για το πότε θα γίνει όμως δεν μπορούμε να πούμε πολλά πράγματα, αυτό θα το δούμε «επί της οθόνης».