Οι αντοχές του Χρηματιστηρίου Αθηνών και η επόμενη μέρα

Οι αντοχές του Χρηματιστηρίου Αθηνών και η επόμενη μέρα

 Τελικά, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, εν μέσω ταχύτατων πτώσεων και ανακάμψεων μας έκανε τη χάρη. Στο σημείωμα της 7ης Απριλίου με τίτλο: «Η επόμενη μέρα για το Χρηματιστήριο Αθηνών μετά το αρχικό παγκόσμιο sell-off» εδώ, είχαμε γράψει ότι αυτό που θέλαμε από το Γενικό Δείκτη ήταν να μη διασπάσει καθοδικά τις 1480 μονάδες και να κρατήσει το επίπεδο των 1550-1555 μονάδων. Το τελικό κλείσιμο της πτώσης ήταν οι 1478 μονάδες και η αντίδραση ξεπέρασε τις 1550 μονάδες και ήδη ο Γενικός Δείκτης κινείται πέριξ των 1620 μονάδων.

Το «ριμπάουντ» της χρηματιστηριακής αγοράς είναι δυναμικό. Η αγορά μοίρασε ζημίες σε όσους φοβήθηκαν. Μοίρασε ζημίες και κέρδη στους traders που πάλεψαν σε κορυφές και πυθμένες. Εξαφάνισε τα margins και τις μοχλεύσεις. Και εκμεταλλεύτηκε με ευλάβεια τις παλινωδίες Τραμπ. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι οι επενδυτές δεν αποτίμησαν αρνητικά ούτε το γεγονός της μη αναβάθμισης του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τον FTSE Russell σε αναπτυγμένη αγορά. Παρ’ όλο που η ένταξη στις αναπτυγμένες αγορές θα άνοιγε ένα μεγάλο παράθυρο επενδυτικής ευκαιρίας, λόγω των εγγυημένων εισροών από τα passive funds του εξωτερικού. 

Τελειώσαμε με τα χαμηλά; Το ενδοσυνεδριακό χαμηλό των 1455 μονάδων πιθανότατα να οριοθετήσει ένα μακροχρόνιο επίπεδο στήριξης. Μια ισορροπημένη αγορά θα εμφανίζει για τον Γενικό Δείκτη τιμές από 1555 μέχρι και 1605. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η εικόνα στη Wall Street είναι ακόμα θολή, τίποτα δεν μπορεί να αποκλείεται. Μπορεί να δούμε μια καθοδική κίνηση μέχρι τις 1500 μονάδες ή μια ανοδική προς τις 1650 μονάδες. Οι ανακοινώσεις Τραμπ, η ουσιαστική διακοπή των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας, η έναρξη των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις ΗΠΑ και η αντίστροφη μέτρηση των υπολοίπων 88 ημερών μέχρι τη λήξη της «δασμολογικής εκεχειρίας», δεν αποκλείεται να οδηγήσουν σε νέες αναταράξεις τις διεθνείς αγορές και συνεπακόλουθα και στο Χρηματιστήριο Αθηνών. 

Οι μεγάλοι τζίροι της προηγούμενης εβδομάδας, πέρα από τις σημαντικές intraday κινήσεις, δηλαδή τις καθαρά κερδοσκοπικές ενδοσυνεδριακές κινήσεις, δείχνουν ότι στην αγορά μπήκαν «δυνατά χέρια» που αγόρασαν τα «χαρτιά» που έπεφταν. Αυτό το γεγονός από μόνο του αποτελεί σημάδι χρηματιστηριακής υγείας. Οι τράπεζες και οι εταιρείες της υψηλής κεφαλαιοποίησης συγκέντρωσαν και συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των επενδυτών. 

Ωστόσο, ό,τι συμβαίνει εδώ θα πρέπει να περνάει και μέσα από το φίλτρο της ματιάς προς τη Wall Street. Τα αναμενόμενα αποτελέσματα τριμήνου της Bank of America, της Citigroup και της Netflix, θα αρχίσουν να ξεκαθαρίσουν την εικόνα του πρώτου τριμήνου στις ΗΠΑ και θα απομακρύνουν ή θα ενισχύσουν τους φόβους για ένα δύσκολο 2025. Αν και τον τόνο θα το δώσουν τα οικονομικά αποτελέσματα κυρίως των εταιρειών λιανικού εμπορίου. Αφού ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχωρεί για τρίτο συνεχόμενο μήνα. 

Μετά το Πάσχα θα υπάρξουν και οι ανακοινώσεις από την πλευρά των ελληνικών μετοχών και οι εκτιμήσεις των χρηματιστηριακών αναλυτών συγκλίνουν σε μια θετική εικόνα που θα δικαιολογεί τις τρέχουσες αποτιμήσεις και θα δίνει ώθηση για ακόμα υψηλότερα επίπεδα τιμών. Οι τραπεζικές μετοχές εξακολουθούν να είναι ίσως οι φθηνότερες στην Ευρώπη, με όρους Price/Earnings και Price/Book Value.

Αλλά και άλλες μετοχές της μεγάλης κεφαλαιοποίησης, των οποίων οι δείκτες ανάπτυξης και κερδοφορίας, καθώς και οι μερισματικές τους αποδόσεις, υπόσχονται ένα συνεχές growth story. Όμως ως Αχίλλειος πτέρνα του Χρηματιστηρίου Αθηνών παραμένει η απουσία νέων ιδιωτών επενδυτών από το εσωτερικό και σημαντικών θεσμικών επενδυτών από το εξωτερικό. 

Όσο καλά και να πηγαίνουν οι ελληνικές εταιρείες, όσο και να είναι δελεαστικοί οι δείκτες χρειάζονται νέα και αυξημένα κεφάλαια για να κατακτηθούν νέα υψηλά. Τo 65% της κεφαλαιοποίησης των ελληνικών μετοχών που ελέγχεται από ξένους επενδυτές δεν επαρκεί. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι παρ’ όλο που τόσο η ελληνική οικονομία όσο και το Χρηματιστήριο Αθηνών υπεραποδίδουν των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, η εγχώρια κεφαλαιαγορά είναι η μόνη μέσα στην Ευρωζώνη που παραμένει στην κατηγορία των αναπτυσσόμενων αγορών. Με αποτέλεσμα να μην «καρπώνεται» ούτε το Χρηματιστήριο Αθηνών, ούτε οι εισηγμένες εταιρείες από τη συγκεκριμένη θετική διαφοροποίηση.