Τραπεζικές μετοχές: Πώς θα αποφευχθεί η πτώση
SHUTTERSTOCK
SHUTTERSTOCK

Τραπεζικές μετοχές: Πώς θα αποφευχθεί η πτώση

Η έκθεση της Goldman Sachs για τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές, η οποία μείωσε τις τιμές - στόχους, φαίνεται ότι χάλασε λίγο περισσότερο το ήδη εύθραυστο σκηνικό του Χρηματιστηρίου. Δεν αποτέλεσε όμως έκπληξη, αν αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο οι χρηματιστηριακοί οίκοι εκτιμούν το μέλλον των τραπεζών, που κινούνται ήδη σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων.

Σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο: «Wall Street: Ακτινογραφία των αμερικανικών τραπεζών» εδώ, είχαμε αναφερθεί στις επιπτώσεις που θα έχουν οι μειώσεις των κεντρικών επιτοκίων από την πλευρά της Fed πάνω στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα (ΝΙΙ) των αμερικανικών τραπεζών. Και οι επιπτώσεις αυτές θα είναι σε γενικές γραμμές αρνητικές. Οπότε οι αμερικανικές τράπεζες, στοχεύουν να αναπληρώσουν αυτήν την υστέρηση, μέσω της αύξησης των εσόδων τους από χρηματοοικονομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες και από άλλες προμήθειες. 

Ωστόσο, στις εκθέσεις που δημοσιεύονται στη Wall Street, η Goldman Sachs εμφανίζεται επιφυλακτική όχι μόνο για την πορεία των αμερικανικών τραπεζικών μετοχών, αλλά και για το σύνολο των μετοχών που συνθέτουν τον S&P 500. H Goldman Sachs εκτιμά ότι στο θετικό σενάριο η περαιτέρω άνοδος του δείκτη S&P 500 δεν θα υπερβαίνει το +3% σε ετήσια βάση για την επόμενη δεκαετία. Το ποσοστό αυτό είναι αισθητά μικρότερο από το ιστορικό μακροχρόνιο ανοδικό ποσοστό του S&P 500 που βρίσκεται στο +11%. Και ακόμα μικρότερο από το ποσοστό της μέσης ετήσιας ανόδου της τελευταίας δεκαετίας που είναι +13%. Οι προηγούμενες εκτιμήσεις της Goldman Sachs ήταν πιο αισιόδοξες. Προέβλεπαν ετήσιες ανόδους της τάξης του +8% για τον S&P 500 μέσα στην επόμενη δεκαετία. 

Ας επιστρέψουμε όμως στις τράπεζες. Οι μειώσεις των επιτοκίων και συνεπακόλουθα η μείωση των τραπεζικών εσόδων τα επόμενα χρόνια είναι κάτι που προβληματίζει ιδιαίτερα τις ώριμες τραπεζικές αγορές. Στις οποίες, μεγάλο τμήμα της πραγματικής οικονομίας, της αγοράς ακινήτων και της κατανάλωσης βασίζονται στον τραπεζικό δανεισμό. Βέβαια, σε αυτές τις ώριμες και αναπτυγμένες αγορές, οι τράπεζες βασίζονται σε έσοδα και από άλλες τραπεζικές δραστηριότητες και υπηρεσίες, όπως είναι οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες, το wealth management (διαχείριση πλούτου), η επιχειρηματική τραπεζική και άλλα.

Στη χώρα μας τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Η μείωση των επιτοκίων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Δυστυχώς, ο τραπεζικός δανεισμός στην Ελλάδα παραμένει περιορισμένος. Το ίδιο συμβαίνει και με μια σειρά από υπηρεσίες, οι οποίες δεν έχουν διεισδύσει ακόμα στη συνείδηση και στις συνήθειες των καταναλωτών και των επενδυτών. Και οι οποίες «γεννούν» εξαιρετικά ικανοποιητικές προμήθειες.

Ωστόσο, αυτή ακριβώς η «αδυναμία», ίσως να αποτελεί και μια τεράστια ευκαιρία για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Διότι τόσο η πιστωτική επέκταση, δηλαδή η έκδοση νέων δανείων, όσο και η διείσδυση νέων τραπεζικών υπηρεσιών στους καταναλωτές και τους επενδυτές, μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των τραπεζικών εσόδων. Γεγονός που θα αντισταθμίσει με τη σειρά του τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους. Παράλληλα το μέρος των εσόδων που προέρχονται από προμήθειες που αφορούν κυρίως πληρωμές, εμβάσματα και κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών, θα αρχίσει να συρρικνώνεται. Διότι ο ανταγωνισμός γίνεται μεγαλύτερος με την είσοδο νέων «παικτών» σε αυτόν τον χώρο. Επιπλέον, οι κυβερνητικές πιέσεις για μείωση των σχετικών προμηθειών και οι έλεγχοι από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, θα οδηγήσουν σε αισθητή πτώση αυτών των εσόδων. 

Επομένως, η υγιής, αναπτυξιακή και επικερδής αυριανή ημέρα για τις τράπεζες περνάει μέσα από την έκδοση νέων δανείων και την πώληση νέων τραπεζικών υπηρεσιών στους πελάτες τους. Είναι κάτι εύκολο; Όχι. Διότι οι τράπεζες πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικές στις δανειοδοτήσεις τους, για να μην ξαναβρεθούν μέσα σε ένα σπιράλ «κόκκινων δανείων». Πέραν τούτου, οι απαιτούμενες επιθετικές πωλήσεις υπηρεσιών από την πλευρά των τραπεζών προς τους καταναλωτές, επενδυτές και τους νέους δυνητικούς τραπεζικούς πελάτες, δεν βρίσκονται ριζωμένες στο dna των τραπεζών. 

Μέχρι λοιπόν οι τράπεζες να αποδείξουν ότι μπορούν να αντιστρέψουν το αρνητικό κλίμα από τη μείωση των επιτοκίων, οι επενδυτές είναι λογικό να εστιάζουν στις νέες χαμηλότερες τιμές - στόχους που έθεσε η Goldman Sachs, στο πλαίσιο της ευρύτερης επιφυλακτικότητας που τη διακρίνει, όπως προαναφέραμε. 

Αποτελεί όμως σήμα γενικευμένου συναγερμού η αναθεώρηση των τιμών - στόχων, προς τα κάτω;

Οι νέες τιμές – στόχοι, που έχει θέσει η Goldman Sachs είναι για την Eurobank (ΕΥΡΩΒ) στα 2,50 ευρώ, από 2,70 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ) στα 10,60 ευρώ, από 11 ευρώ, για την Alpha Bank (ΑΛΦΑ) στα 1,90 ευρώ από 2 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς (ΠΕΙΡ) μειώνεται στα 5,40 ευρώ, από 5,90 ευρώ. 

Το αισιόδοξο είναι, ότι ακόμα και αυτές οι χαμηλότερες τιμές – στόχοι που έχει θέσει η Goldman Sachs για τις τραπεζικές μετοχές, είναι αισθητά υψηλότερες από τις αντίστοιχες σημερινές. «Υποσχόμενες» έτσι άνοδο τα τάξης του +30% για την Eurobank, +45% για την Εθνική Τράπεζα, +32% για την Alpha Bank και +47% για την Τράπεζα Πειραιώς. Επομένως, ακόμα και οι σχετικά αρνητικές προβλέψεις της Goldman Sachs για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αφήνουν σημαντικά περιθώρια χρηματιστηριακών υπεραξιών για τους επενδυτές που τοποθετούνται στις τράπεζες.

Ωστόσο, οι τραπεζικές μετοχές δεν διαπραγματεύονται, σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα ή σε ένα κλειστό και απομονωμένο εργαστήριο. Δεν κινούνται απαραίτητα, μόνο πάνω στα θεμελιώδη μεγέθη τους. Διαπραγματεύονται σε ανοικτές αγορές και επηρεάζονται από χίλιους δυο παράγοντες. Και στην παρούσα φάση, όπως έγραψε χθες ο Σπύρος Αλεξόπουλος εδώ, το Χρηματιστήριο Αθηνών κινείται σε επικίνδυνα μονοπάτια, αναζητώντας εκτόνωση. Η ανοδική εκτόνωση προβλέπει την ανοδική κίνηση πάνω από τις 1445 -1450 μονάδες. Αντιθέτως, πτωτική εκτόνωση θα αποτελέσει η καθοδική διάσπαση του επιπέδου στήριξης των 1400 μονάδων. 

Πέρα από αυτήν την επιβαρυμένη «τεχνική εικόνα», η αγορά προβληματίζεται και από τις μαζικές πωλήσεις σε τίτλους που ανήκουν στον δείκτη MSCI Standard. Οι πωλήσεις αυτές πιστοποιούν όχι μόνο την πλήρη απουσία ουσιαστικού αγοραστικού ενδιαφέροντος μετά το τέλος των placements, αλλά την εμφάνιση ενδιαφέροντος από την πλευρά των πωλητών, σε αυτά τα εύθραυστα και κρίσιμα επίπεδα ισορροπίας, συσσώρευσης και στήριξης.