Ποιος θα περίμενε μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι κεντρικοί τραπεζίτες του πλανήτη να παραδέχονται πως οι καταστάσεις είναι πολύ πιο σύνθετες από ό,τι περίμεναν και πως έχουν ξεμείνει από εργαλεία για την αντιμετώπισή τους. Και μάλιστα τα εργαλεία που έχουν χρησιμοποιήσει, παρουσιάζουν μη ανεκτές παρενέργειες, με πρώτη και καλύτερη την πιθανότητα ύφεσης.
Μιας ύφεσης που τόσο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την θεωρούν επιθυμητή και αναμενόμενη. Μιας ύφεσης που την θεωρούν μέρος της λύσης. Διότι όπως φαίνεται, τα δύο όπλα που χρησιμοποιήθηκαν κατά του πληθωρισμού, δηλαδή η αύξηση των επιτοκίων και η νομισματική σύσφιξη δεν λειτούργησαν, ή τουλάχιστον δεν απέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Και αυτό είναι απολύτως λογικό. Διότι ο πληθωρισμός που δεν υποχωρεί, δεν οφείλεται στην ισχυρή ζήτηση, αλλά σε άλλες αιτίες. Όπως είναι η πλήρης διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, ο ενεργειακός πόλεμος του Πούτιν προς τη Δύση, ο τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα στην Κίνα και στις ΗΠΑ, η εκτόξευση των τιμών των βιομηχανικών πρώτων υλών, οι φραγμοί στο ελεύθερο εμπόριο και η έκρηξη των τιμών των τροφίμων.
Καμία από τις προαναφερθείσες αιτίες δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της αύξησης των επιτοκίων και μέσω των ευρύτερων επιδοματικών πολιτικών και ενισχύσεων που διέθεσαν αφειδώς οι δυτικές κυβερνήσεις, σε μια προσπάθεια να εξισορροπήσουν τις πιέσεις πάνω στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Οπότε μιλάμε περισσότερο για «μπαλώματα», παρά για θεραπείες. Μιλάμε για πιστή αντιγραφή των γνωστών συνταγών, παρά για ανατροπή των δεδομένων μεθόδων που δεν αποδίδουν.
Επιπρόσθετα οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα βιώνουν το φαινόμενο της έλλειψης εξειδικευμένων υπαλλήλων, αλλά και ανειδίκευτων βιομηχανικών εργατών ή και εργατών γης. Με αποτέλεσμα την αύξηση του τρέχοντος κόστους εργασίας, αλλά και των προσφερόμενων αμοιβών στις κενές θέσεις απασχόλησης. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει πως παραμένουν ακάλυπτες δεκάδες χιλιάδες θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα; Ή πως δεν υπάρχουν χέρια για να μαζέψουν τα φρούτα από τα δένδρα; Και σαν επακόλουθο, η αύξηση του συγκεκριμένου κόστους μεταφέρεται στις τελικές τιμές των προσφερόμενων υπηρεσιών και των προϊόντων που αγοράζουν οι καταναλωτές.
Και έτσι η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται μπροστά στο παράδοξο να αυξάνονται οι μισθοί, χωρίς ωστόσο να έχει αυξηθεί η παραγωγικότητα και να έχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Κάτι που με οικονομικούς όρους ενέχει κινδύνους.
Δεν θα ήταν υπερβολικό αν λέγαμε πως οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών στοχεύουν στην οικονομική ύφεση, σαν φαρμακευτική αγωγή κατά του πληθωρισμού, έως ότου καταφέρουν να τον αποκλιμακώσουν μέχρι την επίτευξη του επιθυμητού στόχου του 2%.
Η ύφεση που μέχρι πριν από λίγο καιρό γεννούσε μνήμες του Κραχ του 1929, με τα πρωτοφανή μεγέθη ανεργίας που ακολούθησαν, που άφησε πίσω της το μεγαλύτερο τραύμα στην οικονομική ιστορία των ΗΠΑ, σήμερα 100 περίπου χρόνια μετά, εμφανίζεται σαν επιθυμητή και σαν αναγκαία. Με δυο λόγια η ύφεση επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο κατά του πληθωρισμού. Και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρακολουθούν τις οικονομίες τους να φλερτάρουν επικίνδυνα με την ύφεση εδώ και μήνες. Με τον πληθωρισμό όμως να εμφανίζει ισχυρές αντοχές και να διαψεύδει όσους ανέμεναν ταχεία αποκλιμάκωσή του, ειδικά μετά τη ραγδαία υποχώρηση του ενεργειακού κόστους.
Το αν η ύφεση, η κατάρα του Κραχ του 1929, γίνει σήμερα ευχή για το 2023, μένει να αποδειχθεί. Ασφαλώς οι κεντρικοί τραπεζίτες γνωρίζουν πολύ περισσότερα από εμάς. Ωστόσο, αυτό δεν μας εφησυχάζει. Διότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Και κάθε φορά με πιο οδυνηρό τρόπο.