Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε τους εκπροσώπους της παλαιολιθικής αριστεράς και τους ιεροκήρυκες του καθαρού και αμόλυντου φιλελευθερισμού, να συμμετέχουν σε έναν ιδιότυπο διαγωνισμό μεταξύ τους, για το ποιος θα αμφισβητήσει με πιο αιχμηρό και απαξιωτικό τρόπο το τελευταίο μέτρο της κυβέρνησης, γνωστό και σαν «market pass», ξεκινώντας βέβαια από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες.
Μάλιστα η αναφορά του πρωθυπουργού σε αριστερούς του χαβιαριού και σε φιλελεύθερους πολυτελείας, σε επίπεδο εντυπώσεων όξυνε ακόμα περισσότερο τα πράγματα της ιδεολογικής / ιδεοληπτικής αντιπαράθεσης.
Είναι γνωστό πως στο θέμα των επιδοματικών πολιτικών η φιλελεύθερη αντίληψη αποδέχεται πλήρως την ύπαρξη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τους πολίτες και τα νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Ταυτόχρονα η φιλελεύθερη αντίληψη εστιάζει στην οικονομική λογική της μείωσης των τιμών μέσω της μείωσης της φορολογίας.
Είναι επίσης γνωστό πως η κεντροαριστερή και σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για τα επιδόματα, βασίζεται στην καθ’ οιοδήποτε τρόπο αναδιανομή του εισοδήματος που χρηματοδοτείται από το κράτος. Δηλαδή από τους φόρους που καταβάλλουν οι φορολογούμενοι. Επομένως, διακαής πόθος της αντίληψης αυτής, είναι η αύξηση των επιδομάτων μέσω της αύξησης της φορολογίας.
Η πραγματικότητα είναι πως το επίδομα που δίδεται υπό τη μορφή του «market pass», στηρίζεται πάνω στην έκτακτη φορολόγηση των εσόδων των εταιρειών της διύλισης πετρελαίου. Τα έσοδα της οικονομικής χρήσης του 2022, είναι ιδιαίτερα αυξημένα, καθώς αυτά προσδιορίζονται σαν ποσοστό επί της τιμής των ποσοτήτων πετρελαίου που διυλίζονται. Οπότε οι υψηλές διεθνείς τιμές, εκτόξευσαν, τον κύκλο εργασιών των διυλιστηρίων. Επομένως, είναι ευσταθές το επιχείρημα της κυβέρνησης πως με αυτόν τον τρόπο δεν επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός, παρά μόνον η Motor Oil και η HelleniQ Energy (πρώην ΕΛΠΕ).
Η πραγματικότητα είναι επίσης πως το επίδομα, δεν δίνεται μόνο σε κάποιες ευάλωτες και ευπαθείς οικονομικά κοινωνικές ομάδες και νοικοκυριά, αλλά σε ένα εξαιρετικά ευρύ αριθμό συμπολιτών μας. Κι έτσι η κυβέρνηση δέχεται μια διπλή κριτική. Η πρώτη προέρχεται από αυτούς που θεωρούν πως με αυτήν της την επιλογή δίνει πολύ λίγα σε πάρα πολλούς, με αποτέλεσμα το «market pass» να χάνει την αξία του. Και η δεύτερη προέρχεται από αυτούς που υποστηρίζουν, πως για πολλοστή φορά εισπράττουν επιδόματα οι περισσότεροι από αυτούς που δραστηριοποιούνται κάτω από τα ραντάρ των φορολογικών αρχών. Και πως αυτοί δεν είναι σίγουρα ευάλωτοι.
Η πραγματικότητα είναι επίσης πως υπάρχουν δυο κοσμοθεωρίες σχετικά με την πηγή της ευημερίας των πολιτών. Η πρώτη πρεσβεύει πως η ευημερία κατακτιέται μέσα από το δικαίωμα των ατόμων να συμμετέχουν στην οικονομική ζωή και να αναπτύσσουν ελεύθερα τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες τους και η δεύτερη μέσα από την αναδιανομή του εισοδήματος από το κράτος και των κρατικών προγραμματισμών και ρυθμίσεων. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν, όπως και εμείς, πως οι κρατικές ρυθμίσεις και οι επιδοματικές πολιτικές, ευνουχίζουν την επιχειρηματικότητα, την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την ίδια τη δημιουργικότητα των πολιτών. Τα επιδόματα μπορεί να στηρίζουν, αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να ευνουχίζουν.
Η κυβέρνηση θεωρεί πως ενώ πιστεύει στην οικονομική ελευθερία, στην ελευθερία της αγοράς και στη σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, είναι απαραίτητο να διατηρεί τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους για τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας, προκειμένου να περιορίζονται οι ανισότητες και να αποκαθίσταται η κοινωνική δικαιοσύνη. Επομένως, μας καλεί να δούμε την επιδοματική πολιτική που ακολουθεί από το 2020, σαν μια παρέμβαση για να αποφευχθούν οι ακραίες αντιθέσεις και να αποτραπεί η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού.
Ιδεολογικά μπορούμε να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε. Ωστόσο, όλα θα κριθούν εκ του αποτελέσματος.