Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με τη στέγη, βασίζεται πάνω στην πραγματική εικόνα της αγοράς και στις ρεαλιστικές προοπτικές και διεξόδους που υπάρχουν. Το φιλόδοξο πρόγραμμα για προσιτή στέγη κυρίως στους νέους και στους ευάλωτους πολίτες επιχειρεί να προσφέρει λύσεις απέναντι στα ακριβά ενοίκια και στις υψηλές τιμές των ακινήτων.
Αντιθέτως, η αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει ρυθμίσεις, ρυθμίσεις, και ξανά ρυθμίσεις. Ρυθμίσεις στον «ενοικιαζόμενο τομέα», ρυθμίσεις στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ρυθμίσεις στο ύψος καθώς και στις αναπροσαρμογές και αυξήσεις των μισθωμάτων, ρυθμίσεις για «τον περιορισμό της εμπορευματικής εκμετάλλευσης του οικιστικού αποθέματος από μεγάλους επενδυτές» κλπ.
Όλες αυτές οι ρυθμίσεις στηρίζονται στην ιδεοληπτική αντίληψη του Σύριζα που θεωρεί πως η κατοικία «έχει φύγει πλέον από τη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής και έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα».
Ανάμεσα στα μέτρα που έχουν προταθεί είναι η απαγόρευση ανατίμησης των μισθωμάτων, η επιβολή ορίων στις νέες μισθώσεις, η δημιουργία πινάκων εύλογων τιμών ενοικίων ανά περιοχή, η δημιουργία πλαισίου παρακολούθησης και ελέγχου της αγοράς, η δημιουργία μηχανισμού «διαφάνειας και παρακολούθησης» της δραστηριότητας των επενδυτικών κεφαλαίων και άλλα.
Πέρα όμως από τη ρητή επιθυμία για ρύθμιση και έλεγχο της ελεύθερης αγοράς των επενδύσεων στην ακίνητη περιουσία, επιχειρείται και η «ιδεολογική μετάλλαξη» του τρόπου που προσεγγίζεται η κατοικία και η οικιστική ανάπτυξη. Καταγγέλλεται «η μετατροπή της κατοικίας από δικαίωμα και αγαθό σε κερδοσκοπικό προϊόν». Και προτείνεται σαν λύση η συνεταιριστική κατοικία, η συλλογική ιδιοκτησία, η κοινοτική συνεργασία, η αυτοβοήθεια και η αυτοκαστασκευή.
Και ενώ όλα αυτά τα υπέροχα μπορούν να συμβούν είτε σε χώρες με ανελεύθερα οικονομικά καθεστώτα, είτε στη χώρα του Πήτερ Παν, η κυβέρνηση προωθεί και θεσμοθετεί το δικό της σχέδιο, που αντιλαμβάνεται αφ’ ενός τον ρόλο της κατοικίας, της οικιστικής ανάπτυξης και της εκμετάλλευσης ακινήτων σαν μέρος της ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας και αφ’ ετέρου σαν μια κοινωνική ανάγκη.
Η κυβέρνηση αντί να υπόσχεται ιδεολογήματα και να επιβάλλει περιορισμούς που στο τέλος της ημέρας, βάλλουν κατά της ανάπτυξης της κατασκευής κατοικιών και οικιστικών συγκροτημάτων, λαμβάνει πολύ συγκεκριμένα και εφαρμόσιμα μέτρα, που δεν διαταράσσουν την αναπτυξιακή πορεία του εγχώριου real estate.
Ένα σημαντικό μέτρο είναι αυτό της «Κοινωνικής Αντιπαροχής», δηλαδή της αξιοποίησης εκατοντάδων ακινήτων του Δημοσίου που παραμένουν κενά και ανεκμετάλλευτα. Αυτά τα ακίνητα θα διατεθούν υπό τη μορφή σύγχρονων κατοικιών με χαμηλό μίσθωμα σε 2.500 δικαιούχους νεαρής ηλικίας από 18 έως 39 ετών.
Ένα άλλο μέτρο είναι η ενοικίαση από το κράτος ιδιωτικών κατοικιών, που στη συνέχεια θα φιλοξενούν ευάλωτους νέους ή νέα ζευγάρια για χρονικό διάστημα 3 ετών.
Ένα ακόμα μέτρο είναι η επιδότηση μέχρι 10.000 ευρώ σε ιδιοκτήτες κενών ή δηλωμένων ως κλειστών διαμερισμάτων, με επιφάνεια έως 100 τ.μ. με στόχο να ανακαινιστούν και να διατεθούν με ευνοϊκό ενοίκιο, σε νέους που αναζητούν κατοικία.
Αφήσαμε για το τέλος το μέτρο της συγχρηματοδότησης από το κράτος τραπεζικών στεγαστικών δανείων για 10.000 νέους ηλικίας από 25 έως 39 ετών. Η συγχρηματοδότηση αφορά την κατά 75% κρατική συμμετοχή στους τόκους που θα καταβάλουν οι δανειολήπτες. Αυτό σημαίνει πως οι δικαιούχοι θα απολαμβάνουν επιτόκια, αισθητά χαμηλότερα από τα τρέχοντα επιτόκια της τραπεζικής αγοράς. Τα χαμηλότερα επιτόκια θα αποτελέσουν ένα επιπλέον κίνητρο για την αγορά κατοικίας αντί για ενοικίαση.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πως τα μέτρα αυτά δίνουν περαιτέρω ώθηση στην αγορά κατοικίας, σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις που προτείνει η αντιπολίτευση, που όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία λειτουργούν αποτρεπτικά. Και αυτό είναι λογικό, διότι ουδείς επιθυμεί να επενδύσει σε έναν κλάδο, στον οποίο το πλαίσιο λειτουργίας του καθορίζει με ασφυκτικό τρόπο όχι μόνο το μοντέλο της επιχειρηματικής ανάπτυξης, αλλά ακόμα και την ίδια την κερδοφορία.