Οι αριθμοί είναι αριθμοί. Τα ποσοστά είναι ποσοστά. Μπορεί να επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες και διαφορετικές εξηγήσεις. Ωστόσο, οι αριθμοί και τα ποσοστά είναι εδώ και μας κοιτούν κατάματα. Ειδικά τα στοιχεία που αφορούν τα φορολογικά δεδομένα, που πάνω τους στηρίζεται το οικοδόμημα των κρατικών δαπανών μαζί με την επιδοματική κυβερνητική πολιτική.
Αναφερόμαστε στην αποτύπωση των δεδομένων από τις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν το 2022 και παρουσιάστηκαν στο άρθρο του Θάνου Τσίρου στην εφημερίδα Καθημερινή. Η αλήθεια είναι πως τα δηλωθέντα εισοδήματα των φορολογικών δηλώσεων του 2022, μας κοιτούν κατάματα και μας κοροϊδεύουν. Και παράλληλα κοροϊδεύουν κατάμουτρα τις κυβερνήσεις που προσπαθούν να ασκήσουν μια δίκαιη κοινωνική πολιτική βασισμένη πάνω σε αυτά τα δεδομένα.
Το πρώτο συμπέρασμα από τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα είναι πως 660.000 δηλώσεις έχουν μηδενικό εισόδημα. Πως το 40% των φορολογουμένων δήλωσαν ετήσιο εισόδημα μέχρι 5.000 ευρώ, δηλαδή μηνιαίο εισόδημα από 0 έως 417 ευρώ.
Περίπου το 19,5% των φορολογουμένων δήλωσαν από 5.000 έως 10.000 ετήσιο οικογενειακό εισόδημα, δηλαδή μηνιαίο εισόδημα από 417 ευρώ μέχρι 833 ευρώ. Το 13,5% δήλωσαν από 10.000 έως 15.000 ετήσιο οικογενειακό εισόδημα, δηλαδή μηνιαίο εισόδημα από 833 ευρώ έως 1.250 ευρώ.
Με δύο λόγια 5.357.000 φορολογούμενοι δηλώνουν μηνιαίο ακαθάριστο εισόδημα από 0 έως 1.250 ευρώ. Δεν υπάρχει ούτε ένας πολίτης που να πιστεύει πως ο αριθμός αυτός των φορολογουμένων και της αντίστοιχης φορολογικής ύλης μπορεί να είναι πραγματικός. Διότι όπως παρατήρησε εύστοχα και φίλος της στήλης, αν έχουν έτσι τα φορολογικά δεδομένα, σε ποιον ανήκουν τα περισσότερα από 5,5 εκατ. αυτοκίνητα που κινούνται στους δρόμους της χώρας.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως οι αυτοαπασχολούμενοι στη χώρα μας πρέπει να εργάζονται μάλλον από χόμπι. Από τους 615.000 αυτοαπασχολούμενους, το 42% παρουσιάζουν ζημίες. Τα δε ετήσια καθαρά εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τα 5.500 ανά φορολογούμενο. Το ίδιο συμβαίνει και με τις προσωπικές εταιρείες ΟΕ και ΕΕ. Από αυτές το 48%, δηλαδή οι 47 χιλιάδες από τις 101 χιλιάδες είναι ζημιογόνες.
Η κλασική ρήση από τον «Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας», βρίσκει πλήρη εφαρμογή στα φορολογικά στοιχεία και ποσοστά που προαναφέρθηκαν.
Οι φορολογούμενοι που φοροδιαφεύγουν κοροϊδεύουν τις φορολογικές αρχές, οι φορολογικές αρχές δεν προβαίνουν σε στοχευμένους προσωποποιημένους ελέγχους ακόμα και σε κραυγαλέες περιπτώσεις και τα συνεπή φορολογικά υποζύγια όπως είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι επωμίζονται ένα σημαντικότατο βάρος που κανονικά δεν θα έπρεπε να τους αναλογεί.
Επιπλέον, πάνω σε αυτή τη νοσηρή χαρτογράφηση των φορολογικών δηλώσεων έχει στηριχθεί και ολόκληρη η επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης και η πολιτική στήριξης των ευάλωτων οικονομικά νοικοκυριών.
Όπως γίνεται φανερό από μια απλή ανάγνωση των στοιχείων, «η κοροϊδία πάει σύννεφο», διότι η έννοια των ευάλωτων πολιτών και των μηδενικών εισοδημάτων, είναι θολή. Σαν αποτέλεσμα το κράτος χάνει εφ’ ενός φόρους από τα αδήλωτα εισοδήματα και αφ’ ετέρου καταβάλει επιδόματα που δεν θα έπρεπε.
Η λύση είναι μόνο μια και είναι απλή. Την έχουν ανακαλύψει πρώτοι κάπου αλλού, άλλες φορολογικές αρχές. Να έχουν όλοι οι πολίτες κίνητρο να ζητούν παραστατικά για κάθε συναλλαγή τους. Και αυτό το κίνητρο δεν είναι άλλο από την αναγνώριση της δαπάνης τους, σαν έξοδο που θα εκπίπτει ολόκληρο από το φορολογητέο εισόδημα τους.
Διότι μέχρι σήμερα οι πολίτες έχουν σαν οικονομικό κίνητρο για να μην ζητούν παραστατικό, την «έκπτωση» από τον υπόχρεο της έκδοσης παραστατικού. Μια έκπτωση, που ανέρχεται στο ύψος του ΦΠΑ που θα έπρεπε να καταβληθεί. Τι χάνει το δημόσιο από τη συμφωνημένη ανάμεσα στα δύο μέρη μη έκδοση παραστατικών; Τόσο τον ΦΠΑ, όσο και τους φόρους που θα αναλογούσαν στα κέρδη του εκδότη του παραστατικού.