Δεν βλέπουμε τους πολίτες να ενθουσιάζονται ή να πανηγυρίζουν από το έργο της κυβέρνησης, αλλά ούτε και να ανεβαίνουν στα κάγκελα όπως θα επιθυμούσε η αντιπολίτευση. Οι περισσότεροι διακρίνουν μια σταθερή βελτίωση στη ζωή τους, νοιώθουν μια μεγαλύτερη ασφάλεια σε σχέση με τα εξωγενή γεγονότα και εμφανίζουν μια δυσανεξία απέναντι σε νέες περιπέτειες.
Αυτή είναι η γενική εικόνα, ανάμεσα στους ψηφοφόρους. Η κυβερνητική πολιτική παίρνει πόντους κυρίως στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, της αμυντικής θωράκισης της χώρας, της μείωσης των φόρων, της μείωσης της ανεργίας και της ψηφιοποίησης των λειτουργιών του Δημοσίου. Αν κάπου χάνει πόντους, ίσως να είναι στο θέμα της λειτουργίας των θεσμών όπως αυτό αναδεικνύεται από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Η οποία επικεντρώνει την προσοχή της στην υπερδιέγερση του θυμικού των ψηφοφόρων. Ωστόσο, δεν φαίνεται πως αυτή η ατζέντα διαθέτει τη δυναμική να οδηγήσει σε μαζικές μετακινήσεις ψηφοφόρων.
Η ανάγκη για συνέχιση της εσωτερικής κανονικότητας και για διατήρηση της ισχυρής απορρόφησης των κραδασμών από το εξωτερικό, δείχνει να κυριαρχεί, προτάσσοντας σαν προτεραιότητα την κυβερνησιμότητα της χώρας και την αποφυγή μη σταθερών καταστάσεων.
Από την εποχή των μνημονίων έχει γίνει ένα βασικό ξεκαθάρισμα του προσανατολισμού τόσο των κομμάτων, όσο και των ψηφοφόρων. Και το ξεκαθάρισμα αυτό δεν έχει να κάνει με το παρελθόν, αλλά με το μέλλον. Αφορά το μέλλον της χώρας και των πολιτών, το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πολίτες επιθυμούν να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους, καθώς και τις βασικές προδιαγραφές των κανόνων της οικονομίας και των ορίων της γεωπολιτικής εντός των οποίων αισθάνονται ασφαλείς και δημιουργικοί.
Υπάρχουν δυο διακριτά στρατόπεδα. Δυο στρατόπεδα που αμφότερα έχουν περάσει από την κυβερνητική εξουσία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ισχυριστούν το γνωστό «δεν ήξερα» ή «δεν πρόλαβα» ή «δεν με άφησαν» ή το γνωστότερο «θα το κάνω την επόμενη φορά». Δυο στρατόπεδα που έχουν παρουσιάσει τις θέσεις τους, πολλές από τις οποίες έχουν δοκιμαστεί στην πράξη, με αποτελέσματα που έχουν μετρηθεί και αξιολογηθεί από τους πολίτες. Δυο στρατόπεδα από τα οποία το ένα κοιτάζει σταθερά προς τη Δύση, ενώ το άλλο παρ’ όλο που έχει αποβάλει τον τριτοκοσμικό ριζοσπαστικό μανδύα του, αλληθωρίζει προς κάθε κατεύθυνση που συμβολίζει ένα είδος γεωπολιτικού αντισυστημισμού.
Και τα δυο στρατόπεδα έχουν αφήσει ή αφήνουν σημάδια πολιτικής διαχείρισης. Με αποτέλεσμα να υπάρχει ορατή σύγκριση ανάμεσα στους κυβερνητικούς χειρισμούς της σημερινής κυβέρνησης και της προηγούμενης κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.
Μέσα από αυτό το πρίσμα η κυβέρνηση πιστώνεται την επιτυχή αντιμετώπιση της υβριδικής τουρκικής επίθεσης στον Έβρο, την επιτυχή διαχείριση της πρώτης φάσης της πανδημίας και της λειτουργίας της οικονομίας εν μέσω διαδοχικών κρίσεων. Πατάει γερά πάνω στα αποτελέσματα από τις αμυντικές συμφωνίες, από τα εξοπλιστικά προγράμματα, από την ηχηρή και επιτυχή πολιτική εκπροσώπηση της χώρας το εξωτερικό, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στον οικονομικό τομέα, διαψεύσθηκαν όλες οι ανησυχίες που υπήρχαν απέναντι σε μια «νεοφιλελεύθερη πολιτική», αφού η μείωση των φόρων, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η κατάργηση της έκτακτης φορολογίας, καθώς και οι επιδοματικές πολιτικές που ασκήθηκαν, ικανοποίησαν ή άφησαν «θετικά ουδέτερο» αποτύπωμα σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Ωστόσο, οι ανησυχίες απέναντι στον πληθωρισμό και την ακρίβεια, είναι παρούσες, χωρίς ωστόσο να εστιάζουν μόνο πάνω στην κυβέρνηση, αλλά κυρίως στο διεθνές σκηνικό, αφού θεωρούνται ως εξωγενούς προελεύσεως.
Τέλος, ικανοποίηση εμφανίζεται και σε μια σειρά από ποσοτικά χαρακτηριστικά όπως είναι η αύξηση του ΑΕΠ, η έκρηξη των επενδύσεων, η αύξηση των εξαγωγών, η μείωση της ανεργίας, η επανάκαμψη των τουριστικών εσόδων, αλλά και από ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως είναι η ψηφιοποίηση των διαδικασιών του κράτους, η επίλυση του προβλήματος των εκκρεμών συντάξεων και άλλα.
H σύγκριση με τα πεπραγμένα και τους χειρισμούς της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου είναι περισσότερο εκκωφαντική. Σαν αποτέλεσμα ο Σύριζα υιοθετεί καθημερινά ένα στείρο, φανατικό και εχθροπαθή λόγο, ασκώντας κριτική ακόμα και στα πιο επουσιώδη, στην προσπάθεια του να εκφράσει μια υπολανθάνουσα «αντισυστημική» φωνή.
Στο πλευρό του Σύριζα έχει συνταχθεί και μια ετερογενής ομάδα πρώην εξαπτέρυγων της Νέας Δημοκρατίας, παροπλισμένων πολιτικών που αναζητούν εναγωνίως ρόλο, καθώς και «αδικημένων σωτήρων». Όλοι αυτοί συγκροτούν ένα «αντιμητσοτακικό μέτωπο». Όχι «αντινεοδημοκρατικό» μέτωπο, αλλά ένα μέτωπο που στοχεύει κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι άραγε τόσο σημαντικό το εκτόπισμα αυτών των δυνάμεων, για να οδηγήσουν στην προσωπική φθορά του πρωθυπουργού; Μπορεί αυτό το μέτωπο να χρεώσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη, κάποια αρνητικά, όταν η συνολική εικόνα για το έργο της κυβέρνησης είναι θετική; Πιθανώς ναι. Ωστόσο, στο τέλος της ημέρας και ειδικά στις κάλπες, το πιθανότερο είναι πως όλοι αυτοί «θα μπουν στον κουβά» της αποτυχίας, όπως χαρακτηριστικά λένε όσοι ασχολούνται με το στοιχηματισμό.