Κλείνουν 50 χρόνια από τότε που, τέτοιες μέρες, κατέρρεε η δικτατορία του Ιωαννίδη και των συνταγματαρχών μέσα σε μια λίμνη αίματος που προκάλεσε η εθνική προδοσία τους στην άμυνα της Κύπρου.
Από τότε μέχρι σήμερα ζήσαμε πολλά και προοδεύσαμε επαρκώς. Όχι όσο έπρεπε. Όχι όσο μπορούσαμε. Όχι όσο χρειάζεται για να συντηρήσουμε ένα επίπεδο ζωής κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Σε κάθε περίπτωση επιτύχαμε μια συνεχόμενη δημοκρατική πολιτική ζωή.
Η οικονομία άνοιξε τα φτερά της, με χίλια ζόρια. Δημιούργησε, κατά περιόδους εντατική σώρευση ατομικού πλούτου. Για πολλούς, αλλά όχι για αρκετούς. Η κατανομή είναι άνιση, κυρίως σε βάρος των μισθωτών.
Η Ελλάδα κατάφερε να είναι από τα πρώτα κράτη πέραν της κεντρικής Ευρώπης, που έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη δεκαετία του ‘80, της Ενιαίας Αγοράς, τη δεκαετία του ’90, της Ευρωζώνης, με την αυγή του αιώνα.
Τι κρατούμε από όλα αυτά; Η έρευνα «Τάσεις» του Δημήτρη Μαύρου της MRB δίνει στοιχεία για όσα πιστεύουμε. Οι περισσότεροι. Ευτυχώς, όχι όλοι.
Τα στοιχεία είναι απογοητευτικά. Αν και ήταν ήδη γνωστά από προηγούμενες έρευνες.
Το 34,2% των συμπολιτών, δηλαδή ένας στους τρεις, έχει θετική ή «ουδέτερη» άποψη για τη δικτατορία. Απαράδεκτο. Φανταστείτε πόσοι είναι στην πραγματικότητα.
Μεταξύ όσων τοποθετούνται στο δεξιό/κεντροδεξιό σημείο του πολιτικού φάσματος, αυτοί που δεν καταδικάζουν άμεσα τη δικτατορία είναι το 50,3%. Ένας στους δύο!
Την ίδια στιγμή, στην ίδια πλευρά του φάσματος, το 41% πιστεύει ότι η Χούντα έπεσε λόγω των «εξεγέρσεων των φοιτητών της Νομικής και του Πολυτεχνείου», όπως πιστεύει και το 49% του συνόλου των πολιτών. Ένα πολύ μικρότερο 33% κεντροδεξιών και μόλις ένα 22% αριστερών/κεντροαριστερών θεωρεί, σωστά, ότι η πτώση οφείλεται στην «αδυναμία της χώρας να εμποδίσει την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο».
Η χαμηλής στάθμης αντίληψη της βαρύτητας των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους γεγονότων αναδεικνύεται θεαματικά όταν οι πολίτες καλούνται να αξιολογήσουν την περίοδο κατά την οποία σημειώθηκε «μεγαλύτερη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου».
Χάι σκορ κάνει η επταετία 1981-1988, με ποσοστό 42%. Σχεδόν 1 στους 2. Στο «κέντρο» το πιστεύει ένα 52%. Στην κεντροδεξιά/δεξιά το 39,5% και στην αριστερά/κεντροαριστερά το 46%.
Πρόκειται για τεράστια (αυτα)πάτη.
Στην περίοδο αυτή, είχαμε κάθε χρόνο πληθωρισμό πάνω ή κοντά στο 20% (πλην της διετίας 1987-88 λόγω των μέτρων λιτότητας).
Μια δραχμή άξιζε 5 λεπτά του σημερινού ευρώ το 1981 και μόλις 1 λεπτό το 1988. Έχασε δηλαδή πέντε φορές την αξία της στην πρώτη επταετία του Ανδρέα Παπανδρέου. Λογικό, αφού είχαμε σωρευτικό πληθωρισμό 234% και έγιναν δύο υποτιμήσεις (1982 και 1985).
Γιατί λοιπόν (προφανώς δεν «τρελάθηκαν») οι πολίτες θυμούνται ως «καλή περίοδο» την εποχή του Ανδρέα και τον θαυμάζουν ως τον καλύτερο μεταδικτατορικό πρωθυπουργό σε ποσοστό 39% έναντι μόλις 22,5% του Κωνσταντίνου Καραμανλή;
Η εξήγηση από τον Χρυσάφη Ιορδανίδη στο εξαιρετικό έργο του «Η Ελληνική Οικονομία μετά το 1950». Αντιγράφω:
«Η εισοδηματική πολιτική που επιβλήθηκε κατά τα έτη 1975-78, 1982, 1984-85 και 1988-90 οδήγησε σε αυξήσεις αποδοχών υψηλότερων από την άνοδο της παραγωγικότητας, συμπίεσε παραπέρα την ήδη συμπιεσμένη κερδοφορία και μετέτρεψε ολόκληρους τομείς της οικονομίας σε ζημιογόνους. Η στάση της πολιτείας απέναντι στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις έγινε εχθρικότερη από κάθε άποψη: του σεβασμού των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, της φορολογικής επιβάρυνσης και της μεταχείρισης των επιχειρηματιών από τις δημόσιες υπηρεσίες. Η δημοσιονομική πολιτική που ασκήθηκε συμπίεσε την εθνική αποταμίευση. Η αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους επιδείνωσαν την κατάσταση. Εύλογα αναμενόμενο επακόλουθο ήταν η κάμψη των επενδύσεων».
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το κατά κεφαλήν εθνικό προϊόν ήταν το δεύτερο χαμηλότερο της Δυτικής Ευρώπης μετά από αυτό της… Ελβετίας. Όλες οι συγκρίσιμες προς εμάς χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, ακόμη και Τουρκία) είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να ξεπερνά αυτό της Ελλάδας, ενώ είχαμε ξεκινήσει ανάποδα.
Ίσως, πάλι να μη μετρούν μόνον αυτά για τους συμπολίτες μας.
Για να κλείσουμε με μια πιο εύθυμη νότα, θεωρούμε ως εξαιρετικά σημαντικά και σημαντικά κατά ποσοστό υψηλότερο του 60%, έχουμε δηλαδή μια σημαίνουσα κοινή άποψη, τα εξής τέσσερα γεγονότα:
Το δημοψήφισμα του 1974 (88,7%), τον πολιτικό γάμο και την αποποινικοποίηση της μοιχείας των ετών ’80 (90,5%), την οικονομική βοήθεια από την ΕΟΚ (88,9%) και την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (85,9%).
Προσέξτε ποιος έκανε τι στα παραπάνω και βγάλτε συμπέρασμα για το πόσο μπερδεμένα τα έχουμε στο κεφάλι μας.