Άλλο ακρίβεια, άλλο πληθωρισμός. Στα τηλερεπορτάζ που παρακολουθούμε καθημερινώς, από λαϊκές, βενζινάδικα, εμπορικούς δρόμους, κάθε λογής σημεία της επικράτειας και συνανθρώπους και, προφανώς, από «ειδικούς» η σύγχυση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών και καταστάσεων είναι συχνή.
Άλλοτε από άγνοια, άλλοτε για ευκολία και συχνά με σκοπιμότητα. Τα έγραψα πριν λίγο καιρό, τα παλαιότερα και τα νεότερα του θέματος, με όση θεωρία χρειάζεστε, σε ένα ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι («Πληθωρισμός», Σειρά Μικρές Εισαγωγές, Εκδόσεις Παπαδόπουλος) που δεν έχω βεβαίως απαίτηση να το έχετε διαβάσει και γι αυτό θα επαναλάβω μερικές βασικές παρατηρήσεις, με κάποια πρόσφατα στοιχεία.
Ακρίβεια έχουμε όταν το επίπεδο των τιμών είναι υψηλό σε σύγκριση με το εισόδημά μας. Είναι προφανές ότι η εκτίμηση της ακρίβειας διαφέρει από τον έναν άνθρωπο, μια οικογένεια, στον άλλο. Πληθωρισμό έχουμε όταν οι τιμές μεταβάλλονται με ρυθμό ταχύτερο από τον συνηθισμένο, τον οποίο κατά κανόνα έχουμε ορίσει γύρω στο 2% επειδή σε αυτό το ποσοστό μεταβολής θεωρούμε ότι δεν δημιουργείται πρόβλημα στην οικονομία. Αυτό που μας ενδιαφέρει κατά πρώτο λόγο είναι η επίπτωση του πληθωρισμού στο νόμισμα που χρησιμοποιούμε, δηλαδή το ευρώ, γιατί εκείνο που τελικά μετρά είναι η αγοραστική αξία του νομίσματός μας σε σύγκριση με εκείνη των άλλων διεθνών νομισμάτων.
Επί σειρά ετών ο πληθωρισμός στην Ελλάδα (αλλά και στην Ευρωζώνη) ήταν χαμηλός. Πράγματι, στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης και αμέσως μετά, δηλαδή για μια δεκαετία ο πληθωρισμός ήταν πολύ χαμηλός. Αν βάλουμε τον δείκτη στο 100 για το επίπεδο τιμών (η ακρίβεια που λέγαμε) του 2015, μέχρι τέτοια εποχή το 2021 είχαμε μείνει στο ίδιο επίπεδο, αφού τον Αύγουστο 2021 ο δείκτης ήταν στο 100,7. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ακρίβεια, αφού τα εισοδήματα των πολλών στην χώρα μας είτε είχαν περικοπεί, είτε είχαν μείνει πίσω συγκριτικά προς τα εισοδήματα άλλων λαών της ευρωζώνης.
Από εκεί και πέρα ξεκίνησαν τα προβλήματα με τον πληθωρισμό. Η Ελλάδα και τα άλλα κράτη της Ζώνης είδαν παντού αυξήσεις. Αρχικώς στην ενέργεια (ηλεκτρισμός και καύσιμα) και μετά στα τρόφιμα. Ο τιμάριθμος έφτασε να τρέχει με ρυθμό μέχρι και 12% (Σεπτέμβριος 2022) σε εμάς και 11% στη Ζώνη (Οκτώβριος 2022). Από εκεί και μετά ο πληθωρισμός άρχισε να πέφτει και τώρα τρέχει με «3 και κάτι» σε μας και «5 και κάτι» στη Ζώνη. Αρα η κατάσταση με τον πληθωρισμό στην Ελλάδα βελτιώθηκε και σίγουρα είναι καλύτερη από την ευρωζώνη.
Μένουν όμως δύο πολύ σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι το επίπεδο των τιμών δεν χαμήλωσε, άρα δεν βελτιώθηκε, απ’ αυτή την άποψη, η κατάσταση με την ακρίβεια που προκλήθηκε στο μεσοδιάστημα. Δεν συνεχίστηκε όμως η αλματώδης αύξηση των τιμών και αυτό είναι πολύ σπουδαίο, αφού είναι η πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες που δεν έχουμε επίμονα υψηλό πληθωρισμό. Επιπλέον, όλα τα εισοδήματα αυξήθηκαν, με διάφορους τρόπους, είτε απευθείας, με διόρθωση μισθών, συντάξεων, αμοιβής ελευθέρων επαγγελματιών, εμπορικού κέρδους και καθαρού αποτελέσματος εταιρειών, είτε μέσω κρατικών επιδομάτων. Αρα η σχετική ακρίβεια περιορίστηκε.
Πλην όμως, με καθυστέρηση μερικών μηνών, προκλήθηκε ένα τσουνάμι ακρίβειας στην διατροφική αλυσίδα. Οι τιμές των τροφίμων, οριζοντίως και καθέτως, τρελάθηκαν. Οι αυξήσεις στα τρόφιμα ξεπέρασαν κατά πολύ τον γενικό πληθωρισμό και συνεχίζονται σήμερα ακόμη, ανεξαρτήτως των τιμών στην ενέργεια, της ανόδου του κόστους των εργατικών χεριών, της αναταραχής του εμπορίου στην περίοδο μετά τον Covid. Πρόκειται για ένα διαφορετικό φαινόμενο. Ανεξάρτητο και πέραν του πληθωριστικού κύματος που κράτησε έναν περίπου χρόνο. Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι οι εξελίξεις στον γεωργικό και γενικότερα διατροφικό τομέα δεν φαίνεται να βελτιώνονται στους επόμενους μήνες.
Η ψυχολογία ακρίβειας παίζει πάντοτε σπουδαίο ρόλο. Ειδικά στα τρόφιμα επειδή το επίπεδο τιμών τους είχε μείνει επί σχεδόν μια δεκαετία πρακτικώς παγωμένο. Ο ειδικός δείκτης ήταν γύρω στο 100 στις αρχές του 2014 και τον Αύγουστο 2021, που ξεκίνησε ο γενικός πληθωρισμός είχε πάει στο104, που σημαίνει ότι οι τιμές είχαν αυξηθεί κατά 4% και αυτό αποκλειστικά τους μήνες που είχαν προηγηθεί, λόγω κυρίως των ανωμαλιών του διεθνούς εμπορίου. Όμως, τον Σεπτέμβριο 2022 ο δείκτης έδειξε 119 και τον Μάιο-Ιούνιο εφέτος «κτύπησε» το 130. Που σημαίνει ότι μέσα σε δύο χρόνια και μετά από μια υπερδεκαετία, το βασικό κόστος διατροφής ανέβηκε κατά 30%, τουλάχιστον. Αυτό είναι που, δικαίως, συντηρεί τις συζητήσεις και την αγωνία για την ακρίβεια. Πρόκειται όμως για μια συζήτηση με πολλές περισσότερες διαστάσεις από εκείνες που ορίζουν τον πληθωρισμό. Είπαμε: άλλο ακρίβεια, άλλο πληθωρισμός. Σημειώστε ότι στην Ευρωζώνη, ο ίδιος δείκτης «ακρίβειας» τροφίμων έχει ήδη περάσει το 140, ένα πολύ κακό μήνυμα για την ελληνική αγορά, που δείχνει να αντιστέκεται, χωρίς αυτό βεβαίως να …παρηγορεί τα ελλαδικά νοικοκυριά.