Θα ήμουν, κυριολεκτικά, πολύ ικανοποιημένος αν ο Κωστής Χατζηδάκης, πέραν της αλλαγής του στυλ στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, έκανε κάτι ακόμη: όριζε έναν στόχο για την πάταξη της φοροδιαφυγής, δηλαδή πόσα υπολογίζει να μαζέψει που αλλιώς θα τα έμεναν στις τσέπες των φοροφυγάδων.
Το έχω «καημό» από τότε που υποχρεωθήκαμε στην ταπείνωση των Μνημονίων (ταπείνωση γιατί μας επιβλήθηκαν όσα οφείλαμε μόνοι μας να κάνουμε για να σώσουμε τη χώρα και τις οικογένειές μας) να ακούσω έναν υπουργό Οικονομικών να βάζει στόχους αποτελεσματικότητας των μέτρων που εξαγγείλει.
Θα ήμουν βεβαίως ενθουσιώδης αν μαζί με τον στόχο για το ύψος των εσόδων που θα προστεθούν, όριζε η κυβέρνηση (άρα και η Βουλή που θα κληθεί να εγκρίνει τις σχετικές διατάξεις) και ένα μπόνους υπέρ των φορολογουμένων, όπως μια μείωση φόρου. Και αν νοιώθουν πιο σοσιαλιστές, όπως θέλουν να δείχνουν τελευταία στην κυβέρνηση, ας τα έδιναν υπέρ του κράτους πρόνοιας ή, ακόμη καλύτερα στην παρούσα συγκυρία για την ανασυγκρότηση της πληγωμένης Θεσσαλίας και άλλων τραυματισμένων περιοχών της χώρας μας.
Υπάρχει χρόνος, γιατί τα μέτρα για την πιο κραυγαλέα φοροδιαφυγή, δηλαδή οι αλλαγές στη δήλωση και φορολόγηση των εισοδημάτων στα ελεύθερα επαγγέλματα θα αναγγελθούν στις επόμενες εβδομάδες, όπως υποσχέθηκε ο κ. Χατζηδάκης. Σε τελευταία ανάλυση, πρέπει να τα δούμε όλα τούτα στον προϋπολογισμό για το 2024.
Αυτό όμως που είναι το κρισιμότερο, πολιτικά, κοινωνικά και επιχειρηματικά, είναι πόσο θα μειωθεί η μεγάλη, πονηρή και υψηλής «τεχνολογίας» φοροδιαφυγή. Ένα (πολύ) μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, που ψηφίζουν και αριστερότερα και δεξιότερα, πιστεύει ακράδαντα ότι «λεφτά υπάρχουν» και ότι οι «αστοί» και οι άλλοι συμβιβασμένοι πολιτικοί δεν τα πειράζουν επειδή «τα τρώνε μαζί» με τον μεγάλο πλούτο που σωρεύουν οι φοροφυγάδες.
Μετά το boost των απλοϊκών ιδεών, που το αποκάλυψε πολύ χαριτωμένα η επιλογή Κασσελάκη από ένα μεγάλο τμήμα «αντικαθεστωτικών» πολιτών, ο πρωθυπουργός και οι άλλοι σοβαροί πολιτικοί, όπως η ηγεσία του Οικονομικών, θα πράξουν σοφά να μην υποτιμήσουν τη χλεύη που θα δεχτούν ότι με την καμπάνια για την πάταξη της φοροδιαφυγής κυνηγούν τη «μαρίδα» ενόσω συναναστρέφονται στην κοινωνική τους ζωή και στις πολιτικές τους συγγένειες με «ψάρια πρώτης κατηγορίας».
Σημειώστε πως τα κρατικά έσοδα αυξάνονται όχι μόνον γιατί οι πολίτες χρησιμοποιούμε πειρισσότερο τις κάρτες, αλλά επειδή έχουμε σήμερα πολλές καλές επιχειρήσεις που και για δικούς τους σπουδαίους λόγους, δεν επιδιώκουν και δεν συντηρούν τις γκρίζες συναλλαγές. Αυτές οι επιχειρήσεις είναι το νέο πρότυπο και τους οφείλουμε μια κάποια πραγματική αναγνώριση.
Να μου επιτρέψετε και μια δόση αναμνήσεων. Το πρώτο όριο πέραν του οποίου οι συναλλαγές πρέπει να γίνονται με ηλεκτρονικό χρήμα καθιερώθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου τον Απρίλιο 2010, λίγο πριν μπούμε στο πρώτο μνημόνιο. Τότε λοιπόν η Επιτροπή και όλοι οι άλλοι διεθνείς οργανισμοί «πίεζαν» να τεθεί, επιτέλους, ένα όριο στις συναλλαγές με μετρητά, που είναι ως γνωστόν το θυμίαμα της φοροδιαφυγής.
Ο τότε υπουργός Παπακωνσταντίνου δεν είχε αντίρρηση. Ξεσηκώθηκε όμως το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» όταν άκουσε ότι το όριο θα ήταν κάτω από τα χίλια ευρώ. Χρειάστηκε να υποστούμε την πλήρη καταστροφή του τρίτου μνημονίου και να έρθει η «αριστερά» στα πράγματα για να πέσει στο σημερινό των 500 ευρώ.
Μήπως είναι ώρα να πάμε παρακάτω; Το λέω γιατί και η έκταση στην οποία οι συναλλαγές γίνονται ηλεκτρονικά (παραμένουμε στα χαμηλότερα ευρωπαϊκά επίπεδα), συμπεριλαμβάνεται στα στοιχεία που εξετάζουν οι Οίκοι που αξιολογούν το αξιόχρεο του κράτους μας. Κι επειδή υπάρχουν τρεις ακόμη επενδυτικές βαθμίδες που πρέπει να κερδίσουμε, κάθε καλή προσπάθεια μετρά επί της ουσίας.