Ας συνεχίσουμε εκεί που είχαμε μείνει χτες με το ζήτημα της τιμαριθμικής (και πέραν αυτής) των κατώτατων αμοιβών για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο νέος εισαγωγικός κατώτατος μισθός θα είναι μεγαλύτερος των 820 ευρώ. Σε αυτόν προστίθενται, όταν ισχύουν, οι τριετίες προϋπηρεσίας. Σε πολλές περιπτώσεις ισχύουν ειδικές συμβάσεις αλλά και πρόσθετα επιδόματα.
Σημασία έχει όμως και ποια είναι η επίπτωση της ανόδου του κατώτατου μισθού στις υπόλοιπες ισχύουσες αμοιβές. Ορισμένες επιχειρήσεις έχουν ήδη ανακοινώσει στους εργαζομένους τους την αύξηση που θα πάρουν μέσα στο 2024 και οι περισσότερες εξ αυτών έχουν ήδη εφαρμόσει τις σχετικές αποφάσεις τους. Μια σύντομη έρευνα δείχνει ότι οι προσαρμογές είναι σημαντικές και πάντως υψηλότερες από 6-7%.
Πολλές άλλες επιχειρήσεις όμως συντονίζουν αυτή την περίοδο τις δικές τους αναπροσαρμογές. Αν η κυβέρνηση προκρίνει το σενάριο αύξησης του κατώτατου κοντά ή πάνω από 6%, τότε οι αυξήσεις στους ήδη μεγαλύτερους μισθούς θα είναι σίγουρα λίγο πάνω από εκείνες που έχουν ήδη δώσει άλλες επιχειρήσεις, δηλαδή μεταξύ 8% και 12%.
Πρόκειται για σημαντική εξέλιξη. Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που με κάνουν να πιστεύω ότι τα σενάρια μιας σημαντικής, για δεύτερη χρονικά στη σειρά, αύξησης των αμοιβών είναι ρεαλιστικά.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις που κατέγραψαν «καλά κέρδη» στη διάρκεια του 2023, δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο διαταραχής της ανθρώπινης αλυσίδας στην παραγωγή, προϊόντων και υπηρεσιών. Το κόστος αναζήτησης του κατάλληλου υπαλλήλου στην κατάλληλη θέση και, ακόμη περισσότερο, της προσαρμογής του στο ειδικό επιχειρησιακό περιβάλλον δείχνει γιατί οι αμοιβές πρέπει να είναι αντιστοίχως προσαρμοσμένες.
Ο δεύτερος λόγος είναι ο ανταγωνισμός που έχει ήδη εκδηλωθεί στην αγορά εργασίας η οποία, όπως το είχα επισημάνει πριν αρκετό καιρό, έχει στενέψει σε πάρα πολλές ειδικότητες, ακόμη και στις πιο απλοποιημένες εργασίες.
Αυτό που έχει αλλάξει σε πολλές επιχειρήσεις είναι η αντίληψη των ευκαιριών που έχουν μπροστά τους. Η άλλη, «θετική» όψη του πληθωρισμού είναι ότι οι επιχειρήσεις «έχουν φτιάξει τιμές», έχουν δηλαδή διασφαλίσει ικανοποιητικά περιθώρια ακαθάριστου κέρδους. Εφόσον οι πωλούμενες ποσότητες δεν υποχωρήσουν, όπως άλλωστε δείχνουν όλες οι προβλέψεις για τους τζίρους των επόμενων μηνών, δεν έχουν κανένα λόγο να «ξεζουμίσουν» τους εργαζομένους τους.
Μια ενδιαφέρουσα ένδειξη συμπεριέλαβε η ΓΣΕΕ στην πρόσφατη πρότασή για τον κατώτατο μισθό. Αν ξεκινήσουμε το 2015 σε κάθε μια μονάδα προϊόντος το κόστος εργασίας αναλογούσε σε 37 λεπτά του ευρώ το Μάρτιο του 2021 και έφτασε στα 40 λεπτά τον περυσινό Μάρτιο (αύξηση 8%). Αντιστοίχως το μερίδιο του κέρδους ήταν 32 και 34 λεπτά +6,3%) ενώ το κόστος των εισαγομένων ενδιάμεσων υλικών πήγε από τα 33 στα 39 λεπτά (+18%).
Άρα, το μερίδιο των αμοιβών αναλογεί στο 1/3 του συνολικού κόστους. Αν το κόστος εισαγομένων μειωθεί ή, έστω, μείνει σταθερό. Αν συμβεί το ίδιο με τους φόρους και, το σπουδαιότερο, αν το περιθώριο κέρδους περιοριστεί έστω και ελάχιστα, υπάρχει δυνατότητα αύξησης των αμοιβών χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις στο επίπεδο των τιμών.
Αυτό είναι, σε τελευταία ανάλυση, το σπουδαιότερο που πρέπει να περιμένουμε από τις αποφάσεις των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης.
Όσο σημαντικό είναι να πετύχουμε ένα ικανοποιητικό catch up του εργασιακού εισοδήματος συγκριτικά προς το επίπεδο της ακρίβειας άλλη τόση σημασία έχει να μην τροφοδοτηθεί ένας πρόσθετος κυματισμός πληθωρισμού.
Ο πληθωρισμός μπορεί να μειωθεί, όπως, αυτή τη στιγμή, όλα δείχνουν. Οι αμοιβές όμως θα μείνουν και την επόμενη μέρα. Αυτή είναι η, καθόλου εύκολη, ισορροπία που χρειαζόμαστε και η καλύτερη ασπίδα στην ακρίβεια.