Κάθε χρόνο, με την ευκαιρία της δημοσίευσης των στοιχείων που προκύπτουν για τα (προ διετίας) κατά δήλωσιν φορολογητέα εισοδήματα προκύπτει η ίδια απορία: είναι σίγουρο ότι είμαστε ό,τι δηλώνουμε; Στην εφορία, τουλάχιστον.
Πάρτε για παράδειγμα το πλήθος εκείνων που δηλώνουν πως δεν έχουν κανένα εισόδημα: ήσαν 831.053 το 2022, δηλαδή το 12,4% του συνόλου των υπόχρεων. Πλήθος μεγαλύτερο κατά 200+ χιλιάδες ανθρώπους συγκριτικά προς το έτος 2018, τελευταίο της οκταετίας της μακράς κρίσης. Στην κορυφή, όσοι δηλώνουν άνω των 900.000 ετησίως ήσαν 393 το ’18 και έφτασαν τους 1.499 το 2022.
Το άλλο είναι ο συνολικός φόρος επί του συνόλου των εισοδημάτων, από κάθε δραστηριότητα: πληρώσαμε 12,3 δις φόρο επί 123 δις εισοδημάτων, χονδρικά δηλαδή 10% επιβάρυνση. Είναι μάλλον χαμηλή. Προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι μεταξύ μας είναι μισθωτοί και το 42% των μισθωτών δηλώνουν εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ ετησίως. Ακόμη κι αν προσθέσουμε και το 21,5% που δηλώνουν μεταξύ 10 και 15 χιλιάδες αλλά και το 14% που δηλώνουν μεταξύ 15 και 20 χιλιάδες, το συμπέρασμα είναι ότι 8 στους 10 μισθωτούς ζούνε με λίγα ή πολύ «μετρημένα» χρήματα.
Το μερίδιο των μισθωτών στο συνολικό δηλούμενο εισόδημα ήταν 76% το 2018 και μειώθηκε στο 69% το 2022. Μικρές διαφορές, που δείχνουν όμως ότι όσοι είχαν κάποια επιχειρηματική δραστηριότητα τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα αφού το δικό τους μερίδιο ήταν 4% του συνόλου και έφτασε στο 9,5%. Αν προσθέσουμε και τα εισοδήματα από «μερίσματα-τόκους-κεφαλαιακά κέρδη», τότε η κεφαλαιακή δραστηριότητα από 7% ανέβηκε σε 17,5% μέσα σε 5 χρόνια και με την πανδημία να επηρεάζει άκρως αρνητικά τα τουλάχιστον δύο από αυτά.
Όταν θα έχουμε τα στοιχεία για όσα έγιναν πέρυσι και, κυρίως, όσα γίνονται εφέτος θα καταλάβουμε δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι οι μισθωτοί αμύνονται με επάρκεια (παρόλο ότι η κυβέρνηση επέμεινε να μην τιμαριθμοποιεί την κλίμακα) αλλά έχουν πολύ δρόμο ακόμη για να φτάσουν στο προφίλ των Ευρωπαίων μισθωτών. Το άλλο είναι ότι αν κάνεις «δική σου δουλειά» και με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα σου πάει «κάπως καλά» θα ζήσεις καλύτερα από το να δουλεύεις για κάποιον άλλο.
Σε αυτό, που το γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς, να προσθέσουμε ότι η ακίνητη περιουσία πληρώνει ικανοποιητικά. Μεταξύ 2018, που ήταν η πρώτη χρονιά που άρχισε η άνοδος των τιμών στα ακίνητα, και 2022 τα δηλούμενα εισοδήματα από ακίνητα αυξήθηκαν κατά 26%. Το οποίο πρέπει να μας δίνει ένα πραγματικό κοντά στο 40%, που είναι πάνω από το διπλάσιο της αύξησης των μισθωτών αλλά πολύ κοντά με τα (δηλούμενα) της επιχειρηματικής και συναφούς δραστηριότητας, που είναι αυξημένα κατά 45% και, στην πραγματικότητα θα πρέπει να είναι αυξημένα κατά περίπου 60-70%.
Μην θεωρήσετε ότι δεν υπάρχει απόκρυψη εισοδήματος και στην πλευρά των μισθωτών. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι δουλεύουν δεύτερη δουλειά, μη δηλούμενη, ή προσφέρουν υπηρεσίες με «μαύρα».
Η αναμόρφωση μέσω τεκμαρτών κριτηρίων, η οποία βαίνει μειούμενη τα τελευταία χρόνια, καθώς οι κυβερνητικοί αντελήφθησαν πόσο μεγάλη πολιτική ζημιά τους προκαλεί, διπλασιάζει το τελικά φορολογούμενο εισόδημα με μόλις 4,5 χιλιάδες φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις να αμφισβητούν το προκύπτον φορολογητέο εισόδημα. Στην ίδια «πολιτική προσαρμογή» να προσθέσουμε και τη σημαντική μείωση του τέλους επιτηδεύματος (από 365 εκατ. το 2019 σε 170 εκατ. το 2023).
Με δύο λόγια, αν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε την κοινωνία μας και να αντιληφθούμε την οικονομική της απόδοση μέσω των φορολογικών δηλώσεων, είναι σίγουρα δύο πράγματα: το ένα είναι ότι η προσαρμογή στις εξελίξεις, όπως είναι ο πληθωρισμός αλλά και οι περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, ήταν, τα προηγούμενα χρόνια ικανοποιητική και σίγουρα τα δύο τελευταία χρόνια, για τα οποία δεν έχουμε ακόμη στοιχεία, θα είναι εντυπωσιακή.
Το άλλο που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι σε ό,τι αφορά τη φορολογία, δεν είμαστε αυτοί που δηλώνουμε. Αυτό δεν αλλάζει με την τόσο διαφημιζόμενη «καταπολέμηση της φοροδιαφυγής». Αλλάζει όταν η φορολογία δεν παραμομρφώνει τις επιδόσεις και τα επιτεύγματα ανθρώπων και επιχειρήσεων. Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μέχρι ότου έρθουν κοντά οι δύο αυτές καταστάσεις έτσι ώστε να έχουμε μια πιο ουδέτερη, άρα και περισσότερο αποδεκτή και τελικά αποδοτική φορολογία.