Το παν-ΠΑΣΟΚ ψήφισε. Δεν ήσαν τόσοι όσοι θα μας έκαναν να αναφωνήσουμε «κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ!»
Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ένα μάλλον μικρό και μάλλον μπερδεμένο κόμμα, αφού δεν κατόρθωσε να πείσει περισσότερους πολίτες να προσέλθουν στις κάλπες για την εκλογή «νέου» προέδρου.
Υπάρχουν λόγοι γι' αυτό. Ένας λόγος είναι -και απορώ γιατί δεν αναφέρεται- ότι στην εκλογική διαδικασία συμμετείχε και ο μέχρι σήμερα πρόεδρος, αντί του κανόνα που θέλει να γίνονται εκλογές μετά την παραίτηση του προηγούμενου προέδρου.
Η φυσική τάξη των δημοκρατικών κομματικών πραγμάτων έχει διαρρηχθεί, αφού προφανώς ο κ. Ανδρουλάκης ξεκίνησε από θέση υπεροχής, χάρις στη δυνατότητα να κινητοποιήσει αμεσότερα τον υπάρχοντα κομματικό μηχανισμό. Ας είναι…
Όμως, ο κύριος λόγος του μπερδέματος είναι η γενική αδιαφορία για τα κομματικά πράγματα στην πολιτική, όπως, είμαι σίγουρος, θα δείξουν και οι προγραμματισμένες «διορθωτικές» εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ. Πριν μόλις τρεις μήνες έμειναν μακριά από τις ευρωκάλπες ακόμη 1,2 εκατομμύρια πολίτες, όταν κάνουμε τη σύγκριση των ευρωεκλογών ’24 με τις βουλευτικές ’23.
Η προσθήκη 33 χιλιάδων συμμετεχόντων έναντι της αναμέτρησης 2021, μια αύξηση κατά 12%, δεν είναι, βεβαίως, αδιάφορη. Το 2015, στην αρχική εκλογή της αείμνηστης Γεννηματά, το στριμωγμένο ΠΑΣΟΚ είχε προσελκύσει μόλις 52 χιλιάδες πολίτες.
Τα ρεκόρ συμμετοχής κατέχει ο Γιώργος Παπανδρέου: το 2004 προσέλκυσε 1 εκατ. 21 χιλιάδες και το 2007 και πάλι μάζεψε 770 χιλιάδες φίλους και μέλη του ΠΑΣΟΚ.
Ρεκόρ είχαμε και το 2012, αν λάβει κανείς υπόψιν τις περιρρέουσες συνθήκες, όταν εξελέγη ο Ευάγγελος Βενιζέλος από 236 χιλιάδες πολίτες που συμμετείχαν ως μοναδικός υποψήφιος.
Ο ίδιος ο Ανδρουλάκης βγήκε μεν πρώτος σε αυτή την εκλογή, αλλά με 89 χιλιάδες ψήφους (29,6%), όταν πριν τρία χρόνια είχε πείσει 99 χιλιάδες άτομα. Έχασε δέκα χιλιάδες οπαδούς και σχεδόν 8 εκατοστιαίες μονάδες.
Το ερώτημα όμως είναι ποιος θα έχει κερδίσει αν τελικά κερδίσει ο νυν πρόεδρος; Κατά την κρίση των ανθρώπων που είχαν την πρόθεση να συμμετάσχουν και κατά μεγάλη πιθανότητα συμμετείχαν στην αναμέτρηση, ο Ανδρουλάκης αρέσει κυρίως στους κεντρώους και στους Gen-Z, δηλαδή στη δεύτερη κυβερνώσα περίοδο του ΠΑΣΟΚ και την πρώτη δεκαετία στο ευρώ, ενώ καλά τα πηγαίνει και με τους περίφημους millenials, που προηγούνται κατά μια δεκαετία.
Είναι θετικό.
Ο Χάρης Δούκας είναι πιο δυνατός στους νεοπασόκους, που πιστεύουν στη μεγαλειώδη επιστροφή του Ανδρέα το 1993, αλλά και στη Gen-X, που είναι η καθαρόαιμη περίοδος ανάδειξης και εμπέδωσης της πασοκικής εξουσίας.
Παραδόξως, Γερουλάνος και Διαμαντοπούλου κέρδιζαν σοβαρό μερίδιο σε όσους έχουν μείνει πιστοί στην τριαντάχρονη πορεία του ΠΑΣΟΚ, από την πρώτη του νίκη μέχρι και τη δεύτερη νίκη του Κώστα Σημίτη. Δηλαδή, στους πιο παραδοσιακούς και πιστούς οπαδούς του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ.
Εκεί που τόσο ο κ. Δούκας όσο και ο κ. Γερουλάνος είναι δυνατοί, είναι μεταξύ όσων εκτιμούν ότι η αντιπολίτευση προς τον κυρίαρχο Μητσοτάκη περνά από τη συγκρότηση ενιαίας κεντροαριστεράς.
Αντιθέτως, τον κ. Ανδρουλάκη υποστηρίζουν αναλογικά περισσότεροι μεταξύ εκείνων που επιθυμούν την αυτόνομη πορεία του ΠΑΣΟΚ. Όπως και την κ. Διαμαντοπούλου υποστήριξαν κατά προτεραιότητα όσοι θεωρούν ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να είναι ανοικτό σε συνεργασίες τόσο προς τα αριστερά, όσο και προς τα δεξιά του.
Τι θα συμβεί δεν το γνωρίζουμε. Ο δεύτερος γύρος στο ΠΑΣΟΚ είναι μπερδεμένος. Ο χώρος αυτός δεν έχει ξεκαθαρίσει τι θέλει. Η αποτυχία του Δημάρχου Αθηναίων στον τόπο που λογικά θα τον στήριζε αναφανδόν, εγγυάται πως στην περίπτωση της δικής του εκλογής, το πράσινο κόμμα θα βγει ακόμη πιο μπερδεμένο.
Το μπέρδεμα δεν θα σταματήσει εκεί, αφού αν ο κ. Δούκας θέλει να επαναλάβει το παράδοξο των Αθηνών, η αντιπολίτευση θα μπλέξει σαν το γόρδιο δεσμό μετά και τη διεκπεραίωση της κρίσης στην πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέχρι να τελειώσουν όλα τούτα, ο κ. Μητσοτάκης θα συνεχίσει να μην είναι τίποτε περισσότερο παρά προσεκτικός παρατηρητής όσων συμβαίνουν στην αντιπολίτευση.
Η πολιτική ατζέντα θα αποκτήσει ένα κάποιο ενδιαφέρον μετά την έγκριση του προϋπολογισμού και όταν θα έχουμε τα πρώτα μηνύματα από το τραπέζι του ελληνο-τουρκικού διαλόγου.
Έχουμε καιρό ως τότε.