Η χαμένη ευκαιρία μείωσης φόρων

Στο διάλειμμα των συζητήσεων για όσα συνέβησαν μετά το Μεγάλο Δυστύχημα, έρχομαι για λίγο σε στοιχεία που αφορούν στο άλλο μεγάλο θέμα: «πληθωρισμός-ακρίβεια-εισόδημα». Παραμένει εξάλλου κυρίαρχο το ζήτημα αυτό, όσο κι αν, δικαίως, τα Τέμπη απασχολούν τους πάντες. Ευτυχώς, όχι απλώς για την πολιτικο-κομματικο-δικαστική πλοκή.

Στοιχείο πρώτο: Ο πληθωρισμός συνεχίζει να κινείται στην περιοχή του 3%. Συγκεκριμένα, έτρεχε με ρυθμό 3,1% ετησίως. Τον Ιανουάριο έναντι του Δεκεμβρίου μειώθηκε πάντως κατά 0,7%. Ο μέσος ρυθμός αύξησης των τελευταίων 12 μηνών είναι στο 2,7%.

Στοιχείο δεύτερο: Το γενικό επίπεδο τιμών, η μία πλευρά της ακρίβειας (με την άλλη να είναι το ύψος του ατομικού εισοδήματος), είναι, σε σύγκριση με το 2021 όταν ξεκίνησαν οι πληθωριστικές πιέσεις, υψηλότερο κατά 17%. Το ίδιο ποσοστό ισχύει και όταν συγκρίνουμε με το έτος 2019.

Σημειώστε ότι ο πληθωρισμός τροφίμων είναι υψηλότερος κατά 10 περίπου εκατοστιαίες μονάδες!

Στοιχείο τρίτο: Ο μέσος μισθός ανήλθε το 2024 σε 1.342 ευρώ (πριν τις υποχρεωτικές κρατήσεις) αυξήθηκε δηλαδή κατά 7,2% μέσα στο έτος, κατά 20% από εκείνον του 2021 και κατά 25% έναντι του 2018, που ήταν το τελευταίο έτος του τρίτου μνημονίου.

Το πρακτικό συμπέρασμα είναι ότι η άνοδος των μισθών κάλυψε τις απώλειες λόγω πληθωρισμού.

Σωστό; Σωστό στα χαρτιά, αλλά στην καθημερινότητα των πολιτών, η ορθή απάντηση είναι: Εξαρτάται!

Πρώτον, τα ποσά είναι μεικτά. Η καθαρή μέση αμοιβή την οποία «αντιλαμβάνεται» ο μισθωτός είναι 1.050 ευρώ. Μόλις που πέρασε δηλαδή την μπάρα του χιλιάρικου. Βεβαίως, αυτό αφορά μισθούς που καταβάλλονται 14 φορές το χρόνο ενώ αν ήσαν 12 οι καταβολές, η μέση αμοιβή θα ήταν 1.225 ευρώ/μήνα.Η διαφορά είναι μεγάλη και μετρά ψυχολογικά με τρόπο καθοριστικό.

Δεύτερον, όπως με μάλλον υπερβολική ικανοποίηση σημείωσε το υπουργείο της κυρίας Κεραμέως: «Για πρώτη φορά από το 2013 που ξεκίνησαν οι ετήσιες εκθέσεις του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, η πλειοψηφία των εργαζομένων (53,7%) λαμβάνει μισθό άνω των 1.000 ευρώ, έναντι 46,3% το 2023 και 36,3% το 2019».

Καλό, αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: 1 στους 2 μισθωτούς πληρώνεται «κοντά στο 1000ρικο». Από αυτούς όμως, οι περισσότεροι (περί τους 350 χιλιάδες) είναι κολλημένοι στον βασικό, δηλαδή στα 830 μεικτά ή 710 καθαρά. Επιπλέον, άλλοι 250.000 εργαζόμενοι είναι κάτω από τα 500 μεικτά, προφανώς γιατί απασχολούνται λιγότερες ώρες.

Τρίτον αλλά εξίσου σημαντικό είναι ότι ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες πήρε φόρα κι αυτός, με αποτέλεσμα επί ένα εξάμηνο, να τρέχει γύρω στο 5%. Έτσι όμως έπιασαν και οι υπηρεσίες, παρόλο που θεωρητικά δεν δέχονται εισαγόμενες επιρροές από τις ανατιμήσεις των διεθνώς ανταγωνιστικών αγαθών το ίδιο επίπεδο ακρίβειας με τα άλλα προϊόντα.

Με δύο λόγια η ακρίβεια έγινε «μπετόν». Επ’ αυτής της κατάστασης χτίζεται πλέον η σχέση τιμών και εισοδήματος αφήνοντας μικρά περιθώρια στα νοικοκυριά να νοιώσουν ότι τα χρήματα στο πορτοφόλι επαρκούν, όπως τουλάχιστον «επαρκούσαν» πριν το πληθωριστικό κύμα.

Παρόλα αυτά, η πραγματική δαπάνη των νοικοκυριών παραμένει ανοδική. Σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση κατέγραψε ετήσια πραγματική αύξηση κατά 2%. Την οποία πάντως απορρόφησε πλήρως η ανάγκη να καλυφθούν περικοπές που έγιναν κυρίως μεταξύ 2022-2023, όταν καταγράφηκε απότομη άνοδος του κόστους ενέργειας και πολλών ειδών διατροφής.

Η κατάσταση που βιώνουν τα νοικοκυριά με την ακρίβεια θα ήταν εντελώς διαφορετική, αν είχαν μειωθεί πιο γρήγορα οι φόροι, ιδίως οι φόροι εισοδήματος. Η ίδια ανάλυση δείχνει ότι οι «τρέχοντες φόροι εισοδήματος και πλούτου, συν οι κοινωνικές εισφορές» αυξήθηκαν το 2024 κατά 9% περίπου έναντι του 2024. Με δύο λόγια, το κράτος ήταν, μαζί με όσους κράτησαν ή αύξησαν τα περιθώρια κέρδους τους, οι μεγάλοι ωφελημένοι της τριετούς πληθωριστικής έξαρσης.

Ορθώς επαναλαμβάνει, τον τελευταίο καιρό, ο Κωστής Χατζηδάκης, υπουργός Οικονομικών, ότι επίκειται αναδιοργάνωση της κλίμακας και των συντελεστών στη φορολογία εισοδήματος, αλλά θα ήταν καλύτερο να είχε ήδη κάνει μερικά, αυτονόητα, βήματα. Όπως είναι η τιμαριθμοποίηση της κλίμακας φορολογίας και η αλλαγή των συντελεστών φορολόγησης από τα μικρά μέχρι και τα μεσαία εισοδήματα.

Υπάρχουν τουλάχιστον 180 χιλιάδες μισθωτοί που πληρώνονται (ακαθάριστα) μεταξύ 1.000 και 2.000 ευρώ μηνιαίως οι οποίοι επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα φορολογικώς, επειδή κατάφεραν να αυξήσουν τις αμοιβές τους. Δεν είναι η καλύτερη ανταμοιβή που θα περίμεναν από το κράτος. Απόδειξη, εκ του προχείρου, ότι δεν κατάφεραν να βελτιώσουν την αποταμίευσή τους.

Αν σε αυτούς προσθέσουμε τους πολλούς ελεύθερους επαγγελματίες και μικρούς επιχειρηματίες, αντιλαμβανόμαστε ότι το λιγότερο μισό εκατομμύριο πολίτες επλήγησαν βαριά από τον πληθωρισμό, ενώ κατάφεραν να αποκτήσουν ένα καλύτερο εισόδημα.

Η προφανής απογοήτευση όλων αυτών και των οικογενειών τους καταγράφεται σίγουρα στις μετρήσεις της κοινής γνώμης.

Η κυβέρνηση έχασε την ευκαιρία να μετριάσει την πίεση που ασκεί στο εισόδημα ο πληθωρισμός, όταν μάλιστα η αντιπολίτευση με τον πιο επιδεικτικό τρόπο αγνόησε το πρόβλημα.