Δε θα ήθελα να είμαι στη θέση του Ανακριτή που έχει πάνω του την υπόθεση των Τεμπών. Βεβαίως, η δουλειά του είναι να συγκεντρώσει όσο υλικό πάσης μορφής υπάρχει, να πάρει όσες καταθέσεις κρίνονται απαραίτητες, να πάρει τις απολογίες όσων έχει ήδη εντάξει στο κατηγορητήριο, να υποδεχτεί τα αιτήματα των συνηγόρων, να ζητήσει και να παραλάβει τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων, να θέσει ερωτήματα σε όλες τις Αρχές που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο και άλλα προκαταρκτικά και, τελικά, να διαβιβάσει και, ενδεχομένως, να γράψει κάτι περισσότερο για τα συμπεράσματα από όλη αυτή τη δύσκολη και κοπιώδη εργασία του.
Θα γράψει, είμαι σίγουρος, μια πρώτη γνώμη για όσα συνέβησαν, για όσα έκαναν και δεν έκαναν οι βασικοί πρωταγωνιστές και για τα βασανιστικά ερωτήματα, είτε πρόκειται για παραλείψεις, είτε για επισπεύσεις. Δουλειά του δεν είναι να δικάσει. Συμπράττει αλλά δεν καθορίζει την τελική απόφαση της Δικαιοσύνης. Αυτό θα γίνει μόνον και αποκλειστικά δημοσίως, στην ανοικτή αίθουσα των δικαστηρίων. Πρωτοδίκως και αδιαμφισβήτητα στο Εφετείο, πιθανότατα και στον Άρειο Πάγο.
Όσοι σπεύδουν να βγάλουν συμπεράσματα και να αποδώσουν ευθύνες δε συμμετέχουν στις πράξεις απόδοσης Δικαιοσύνης. Ούτε όμως μπορεί κανείς να τους εμποδίσει. Γιατί, αν είναι συγγενείς και φίλοι που έχασαν τους ανθρώπους τους, έχουν να παλέψουν όχι μόνον με την απώλεια αλλά και με τον χρόνο που περνά και, ακόμη δυσκολότερο, με την τεράστια δημοσιότητα που εμποδίζει την επούλωση των πληγών.
Είναι η περίοδος της εικασίας και της αυθαιρεσίας.
Κάθε μεγάλη υπόθεση, από αυτές που δικαίως συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, περνά από αυτή τη φάση. Λέγονται τόσα πολλά, τόσο αυθαίρετα πολλά από αυτά, τόσο φορτισμένα και, δυστυχώς, τόσο «στημένα», που είναι πρακτικώς αδύνατον, ακόμη και για όσους, όπως εμείς, έχουμε πολλές φορές αντιμετωπίσει παρόμοια θέματα της πολύ δύσκολης «επικαιρότητας».
Είναι η στιγμή που οι σπεκουλαδόροι εύκολα κερδίζουν πόντους, η λογική εύκολα χάνει έδαφος και η υπόσταση των επιχειρημάτων εύκολα εξαερώνεται. Αν η Δικαιοσύνη είχε μιλιά θα φώναζε «Δεν έχω Οξυγόνο».
Σε τελευταία ανάλυση, οι συγγενείς και φίλοι που αδημονούν, οι 250 δικηγόροι που είναι πάνω από την υπόθεση, οι δεκάδες δημοσιογράφων, βουλευτών και στελεχών εμπλεκομένων επιχειρήσεων αλλά και τόσοι προβεβλημένοι «σχολιαστές» έπρεπε να φθάνουν και να περισσεύουν για να νοιώθει ο Ανακριτής ασφυκτικά παρακολουθούμενος και, στην πράξη, εποπτευόμενος.
Αντιλαμβάνομαι ότι η κυβέρνηση δε θέλησε, όλο αυτό το διάστημα των σχεδόν δύο ετών να εμφανιστεί ότι παρεμβαίνει στο έργο της Δικαιοσύνης. Ορθώς. Πλην όμως αυτό βρίσκεται σε αντίφαση με τις μεταπτώσεις των επιχειρημάτων που χρησιμοποίησε ο Πρωθυπουργός, υποχρεώνοντας τους πάντες της παράταξής του να τον ακολουθήσουν και, όπου αυτό ήταν δυνατόν, να τον επιβεβαιώσουν.
Από την επιτροπή της Βουλής που ανέλαβε «να δει» τις ευθύνες για το χάλι των σιδηροδρόμων που μας έφερε κοντά σε παρόμοια εγκληματική συγκυρία και τα γεγονότα που προηγήθηκαν της τραγωδίας, μέχρι ατομικές ευθύνες. Μέχρι τη συναισθηματική και διανοητική παράλειψη που θα αποδείκνυε ότι στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο κατανοούν και συμμερίζονται τον θυμό όλων των πολιτών, προφανώς και όσων ψηφίζουν το κόμμα που στηρίζει την κυβέρνηση.
Με δύο λόγια, ο Ανακριτής έχει να σηκώσει το τεράστιο βάρος του πρώτου λόγου της Δικαιοσύνης, το οποίο έγινε «ασήλωτο» και γιατί η Βουλή δεν ανταποκρίθηκε με επάρκεια, ως όφειλε, στο εξεταστικό καθήκον που της ανατέθηκε και η κυβέρνηση έχασε την ευκαιρία να έχει πάντοτε και πειστικά τον τελευταίο λόγο σε ό,τι αφορά τη διαφανή, πλήρη και ουσιαστική υποστήριξη του έργου της Δικαιοσύνης.
Επειδή όμως η Εξουσία μοιράζεται και στους τρεις θεσμούς, η Δικαιοσύνη, μόνη ανεξέλεγκτη από τις μεταπτώσεις της κοινής γνώμης των πολιτών, θα έχει τον τελευταίο λόγο στη διαμόρφωση των πολιτικών εκτιμήσεων που καθορίζουν το μέλλον των άλλων δύο εξουσιών. Να γιατί οι χρόνοι και τα στάδια της δικαστικής εξέλιξης θα παραμείνουν καθοριστικά για την πολιτική κατάσταση της χώρας στα προσεχή δύο, τουλάχιστον, έτη.