Ο πραγματικός κίνδυνος για τον τουρισμό είναι η υποβάθμιση της ποιότητας του «εθνικού χρυσού».
Ο λεγόμενος «υπερτουρισμός» μπορεί να ρυθμιστεί. Με πολλούς τρόπους. Κυρίως, γιατί εμφανίζεται σε συγκεκριμένα, ευτυχώς όχι τόσο πολλά, σημεία της τουριστικής ατζέντας. Σε κάθε ένα από αυτά μπορούν να ληφθούν ειδικά μέτρα.
Το πρόβλημα με την υπερπληθώρα επισκεπτών είναι ότι αντί να ανεβαίνει το επίπεδο των υπηρεσιών που καταναλώνουν, αντί τελικά να έχουμε περισσότερες δαπάνες ανά τουρίστα, έχουμε περισσότερους επισκέπτες που δαπανούν λιγότερα χρήματα.
Εκεί βρίσκεται και το ζήτημα με τη βραχυχρόνια μίσθωση. Μέσα σε τρία χρόνια από το 2019 (έρευνα Grant Thornton) οι επισκέπτες της Αθήνας/Αττικής είχαν να διαλέξουν μεταξύ 114 χιλιάδων «κλινών» (61 χιλιάδες νέες), όταν οι νέες ξενοδοχειακές κλίνες είναι μόλις 68 χιλιάδες (μόλις 5 χιλιάδες νέες).
Ο υπερπληθωρισμός στις βραχυχρόνιες μισθώσεις εξηγεί εμμέσως την υποτίμηση του τουριστικού προϊόντος και την απομείωση της θετικής επίπτωσης του τουρισμού στην οικονομία. Πρόκειται για υποβαμισμένο τουρισμό, δηλαδή για υπο-τουρισμό παρά για υπερ-τουρισμό. Το δείχνει με σαφήνεια το γεγονός, ότι η συνολική τουριστική δαπάνη μειώθηκε και εφέτος, όπως θα επιβεβαιωθεί, όταν δημοσιευτούν τα πλήρη στοιχεία.
Προπομπός της υποβάθμισης του τουριστικού προϊόντος είναι η ακρίβεια, ειδικά στην εστίαση και τις παράλληλες υπηρεσίες. Σε κάποιες περιοχές (με εξέχουσα τη Μύκονο), η καθίζηση συνιστά εντυπωσιακή «τιμωρία» της απληστίας των επιχειρηματιών.
Η υποβάθμιση του τουριστικού προϊόντος είναι η κρυφή πλευρά του εύκολου πλουτισμού που φέρνει η υπερεκμετάλλευση του φυσικού, δημόσιου, ιστορικού και πολιτισμικού πλούτου της χώρας. Μερικές δεκάδες χιλιάδες επιχειρηματίες βάζουν στην τσέπη τους την υπεραξία επενδύσεων που έχει πληρώσει πανάκριβα ο φορολογούμενος, Έλλην και Ευρωπαίος.
Με δεδομένη την κραυγαλέα φοροδιαφυγή σε όλες τις παράπλευρες τουριστικές υπηρεσίες, η Ελλάδα δαπανά τεράστια ποσά για να συντηρήσει το ανοδικό τουριστικό ρεύμα. Και όμως, κανείς στο κράτος, δηλαδή στην κυβέρνηση, δεν έχει σκεφτεί, μέχρι στιγμής, να μελετήσει αυτή τη σχέση κόστους - ωφέλειας, όπως κάνει κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του.
Βεβαίως, η έκρηξη της οικονομίας διαμοιρασμού δεν είναι μια συνειδητή πράξη διαταραχής της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος. Κάθε άλλο. Οι ιδιοκτήτες κατοικιών που επί πάμπολλα χρόνια ακολουθούσαν πορεία ταχείας υποβάθμισης βρήκαν την ευκαιρία να συντηρήσουν τα παρατημένα σπιτικά τους και να συμπληρώσουν τα εισοδήματά τους με απόλυτα νόμιμο και φοροδοτικά διαφανή τρόπο.
Ολόκληρες συνοικίες, που είχαν μπει σε τροχιά εγκατάλειψης, κερδίζουν από τον διαμοιρασμό της τουριστικής έκρηξης. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες ακινήτων είχαν υποφέρει επί πολλά χρόνια από κακούς και ασυνεπείς νοικάρηδες, όταν δεν έφθαναν να τα δίνουν με άθλιες προϋποθέσεις σε άγνωστους σχηματισμούς περαστικών μεταναστών.
Δεν είναι, λοιπόν, οι ιδιοκτήτες όλων αυτών των ακινήτων που φέρουν την ευθύνη της υποβάθμισης του τουριστικού προϊόντος.
Το αντίθετο. Το πρόβλημα ξεκινά από την πολιτεία και τους επαγγελματίες του τουρισμού.
Το κράτος δεν είχε ούτε κατ’ ελάχιστον προβλέψει, δεν διέθετε, ούτε διαθέτει σήμερα κάποιο σχέδιο για την ορθή εκμετάλλευση του διογκούμενου μετά την πανδημία τουριστικού ρεύματος. Όσα έρθουν κι όσα πάνε.
Το χάος που επικρατεί στο κέντρο της πρωτεύουσας αλλά και στα άλλα μεγάλα τουριστικά κέντρα, η απουσία συντονισμού μεταξύ υπηρεσιών των Δήμων, της Υγείας, της Τροχαίας, των Συγκοινωνιών είναι εξόφθαλμο.
Από την άλλη, το τουριστικό ρεύμα αποτελεί σπουδαίο και, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, αναντικατάστατο στήριγμα της ελληνικής οικονομίας, όπως φαίνεται από τη στήριξη που παρέχει στην εξισορρόπηση του πάντοτε ελλειμματικού ισοζυγίου διεθνών συναλλαγών.
Με δύο λόγια, το πρόβλημα δεν είναι να πατάξουμε τον υπερτουρισμό, αλλά να αντιμετωπίσουμε τον υποβαθισμένο τουρισμό.