Θα έπρεπε, σύμφωνα με πολιτικούς νεοσσούς που δοκιμάζουν τα φτερά τους στον ουρανοκατέβατο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης να απαντήσει στην αναμενόμενη δημοσιογραφική ερώτηση, λέγοντας ότι δεν σκοπεύει να είναι επικεφαλής του ψηφοδελτίου της Νέας Δημοκρατίας στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.
Η απάντηση που απογοήτευσε πολλούς έχει ως εξής: «Θα δώσω τη μάχη των εκλογών, επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας το 2027, την υγειά μας να’ χουμε. Αυτό είναι κάτι το οποίο το έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου».
Γιατί όμως να απογοητευτούν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ; Πιστεύουν ότι με τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό οι πιθανότητες να κερδίσουν κάτι καλύτερο στην κάλπη θα είναι μικρότερη; Πιθανόν να είναι αυτή η αιτία.
Η βιασύνη της αντιπολίτευσης έδωσε την ευκαιρία και ο Μητσοτάκης την άδραξε για να ξεκαθαρίσει, ότι είναι αυτός που θα δώσει την επόμενη εκλογική μάχη. Η απάντησή του έχει, στην παρούσα συγκυρία, τρεις, τουλάχιστον, διαστάσεις.
Η πρώτη αφορά στο διογκούμενο κύμα συζητήσεων και σεναρίων, σύμφωνα με τα οποία ο σημερινός πρωθυπουργός κυνηγά μια υψηλής σημασίας διεθνή θέση. Ο σχετικός συλλογισμός, που έχει ή, καλύτερα, είχε την αξία του, αναγνωρίζει το διεθνές κύρος του ίδιου του πρωθυπουργού και το πηγαίο ενδιαφέρον του για τα διεθνή πράγματα.
Είναι αλήθεια ότι πάει πολύς καιρός που Έλληνας πρωθυπουργός συνομιλεί απευθείας και επί ίσης βάσεως με τους ηγέτες μεγάλων και λιγότερο μεγάλων κρατών. Όχι μόνον για ελληνικά ζητήματα, αλλά και για πολλά άλλα περιφερειακής και γενικότερης ευρωπαϊκής σημασίας.
Ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «το έχει» με τη διεθνή παρουσία του, το είχαν διαπιστώσει όσοι παρακολούθησαν, χωρίς παρωπίδες, την απεύθυνσή του στο αμερικανικό Κογκρέσο και κατέγραψαν την απήχηση εκείνης της αξιομνημόνευτης παρουσίας του στη διεθνή σκηνή.
Η άλλη διάσταση συνδέεται με την ανάκτηση του χαμένου κύρους της ίδιας της χώρας. Δημοσιονομική σοβαρότητα, θετικές επιδόσεις της οικονομίας, βελτίωση του επενδυτικού κλίματος αλλάζουν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Η σαφήνεια στις τοποθετήσεις απέναντι στις δύο μεγάλες συγκρούσεις της περιοχής μας, στο πλευρό της Ουκρανίας και της ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή αναδεικνύει την παρουσία της ελληνικής διπλωματίας σε μείζονα ζητήματα των πλανητικών συγκρούσεων. Η ειλικρινής, εκ μέρους μας, επιδίωξη να δημιουργηθούν αξιόπιστοι δίαυλοι συνεννόησης με τη γείτονα Τουρκία στηρίζει τη σοβαρότητα της ελληνικής διπλωματίας.
Η τρίτη διάσταση είναι εσωτερικού τύπου. Στο ΠΑΣΟΚ αντιλαμβάνονται ότι οι πιθανότητες του κυρίου Ανδρουλάκη να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα, με το ίδιο τέμπο, την ίδια βαρύτητα και πιο επιτυχημένα, θα παραμένει περιορισμένη όσο ο Μητσοτάκης ηγείται της διακυβέρνησης. Διατηρεί το πλεονέκτημα του στιβαρού κυβερνήτη που παρακολουθεί και συντονίζει με επάρκεια τον κυβερνητικό και κρατικό μηχανισμό.
Παρά τις πολλές και διαφορετικές παθογένειες του κράτους. Παρά τις απίθανες «γκάφες» στον χειρισμό εξαιρετικά ευαίσθητων υποθέσεων (όπως οι άκριτες υποκλοπές, οι εγκληματικές αβελτηρίες που διευκόλυναν το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη και αρκετές υπερφίαλες υπουργικές τοποθετήσεις σε ευαίσθητα ζητήματα καθημερινότητας). Το έδειξαν οι εκλογές του 2023 και, μέχρι τις επόμενες του 2027, τα χαρακτηριστικά αυτά μάλλον θα ενισχύονται παρά θα απομειώνονται.
Τι μπορεί να κάνει λοιπόν η μείζων αντιπολίτευση; Πολλά και πολύ διαφορετικά. Θα μπορούσε να χτίσει σε σοβαρότητα και ρεαλισμό. Προτιμά όμως, για την ώρα τουλάχιστον, να εξαντλείται σε «πετροπόλεμο». Όσο μένει σε αυτό το μοτίβο τόσο θα δυναμώνει την πεποίθηση Μητσοτάκη, ότι μπορεί ο ίδιος να κερδίσει μια τρίτη περίοδο διακυβέρνησης.
Αρκεί να επιτύχει την «οικονομία χρόνου» που απαιτεί μια κούρσα αντοχής και, το σπουδαιότερο, να έχει, ο κύριος Μητσοτάκης, σε χρόνο εκλογικά χρήσιμο τα καλά νέα που περιμένει. Αυτό το τελευταίο δεν είναι αυτονόητο, αλλά με τέτοια αντιπολίτευση δεν πιέζεται από τον χρόνο.
Επομένως, το σενάριο των εσπευσμένων εκλογών απομακρύνεται ως ελαχίστως ρεαλιστικό.