Είναι απολύτως κρίσιμο ζήτημα να βρίσκεται η χώρα σου «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας». Μόνον που είναι πολύ δύσκολο.
Όχι μόνον επειδή κανείς δεν γνωρίζει, σήμερα, ποια γυρίσματα θα φέρει η Ιστορία.
Αλλά κι επειδή η Ιστορία διαμορφώνεται από τη ροή των γεγονότων. Το σήμερα, σε σύγκριση με το χτες. Οι αποφάσεις που λαμβάνουμε και εκείνες που αποφεύγουμε. Ο τρόπος που τις ακολουθούμε. Η ικανότητα προσαρμογής και οι αποτυχίες στη διαδρομή των γεγονότων.
Αυτή τη στιγμή, στο πέμπτο έτος πρωθυπουργίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, το ερώτημα της «σωστής πλευράς» έχει διαφορετική σημασία.
Κυρίως λόγω των τρομακτικών γεγονότων και των συθέμελων αλλαγών που ζούμε. Παγκόσμια πανδημία. Ανισορροπία παγκόσμιου εμπορίου. Κλιματική κρίση. Περιφερειακοί πόλεμοι. Τεχνολογικά άλματα. Πληθωρισμός. Διαταραχή της αγροτοδιατροφικής αλυσίδας. Μετακινήσεις πληθυσμών. Ιδεολογικός συσκοτισμός. Πολιτική ανεπάρκεια στο εσωτερικό των μεγάλων δυνάμεων.
Είναι εξαιρετικά κρίσιμο, όταν πρόκειται να πάρεις θέση απέναντι σε όλα αυτά, να γνωρίζεις δύο, τουλάχιστον, πράγματα.
Το ένα είναι το διαμέτρημα των όπλων που διαθέτεις.
Το άλλο να έχεις διαμορφώσει έναν μακρόπνοο στόχο.
Ως προς το πρώτο, το αποτελεσματικότερο όπλο είναι να ακολουθεί η χώρα τις καλύτερες χώρες. Όχι επειδή είναι καθ’ όλα υποδειγματικά κράτη. Καμία χώρα, από μόνη της δεν αποτελεί «υπόδειγμα». Κάθε μια όμως κάτι κάνει καλύτερα. Ούτε χρειάζεται να τη μιμηθούμε. Αρκεί να προσαρμόσουμε έξυπνα τι κάνει καλύτερα από τους άλλους και πώς μπορούμε να το εφαρμόσουμε κι εμείς, επί των δικών μας δεδομένων. Παράδειγμα, η Ολλανδία και ο αγροτικός τομέας. Παράδειγμα, η Φινλανδία και η ανάδειξη επιχειρήσεων-πρωταθλητών. Παράδειγμα, η Ισπανία και η υπεραξία του τουριστικού προϊόντος της. Παράδειγμα, η Γαλλία και η αυτόνομη ανάπτυξη των περιφερειών της. Παράδειγμα, η Ιρλανδία και η φορολογική φιλοξενία σημαντικών διεθνών επιχειρήσεων. Παράδειγμα, η μεταλυκειακή εκπαίδευση στη Γερμανία.
Σε κάθε έναν τομέα μπορούμε να βρούμε το καλύτερο όπλο, με το κατάλληλο διαμέτρημα.
Όλα μπορούν να γίνουν, επειδή ακριβώς η Ελλάδα, επί επτά δεκαετίες και παρά τα ατυχή διαλείμματα, έχει μείνει στη «σωστή πλευρά». Με τη Δύση και τις φιλελεύθερες Δημοκρατίες. Τώρα όμως, που δεν υπάρχει πλέον η Δύση, αλλά ένα πλατύς ορίζοντας κρατών είναι απαραίτητο να φτιάξουμε ένα ελληνικό πρότυπο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το βλέπουμε πολύ εντονότερα από την αρχή αυτής της δεύτερης θητείας του στην ηγεσία της διακυβέρνησης, έχει ρίξει τεράστιο βάρος στη διπλωματία. Πράττει ορθώς. Ακόμη κι αν υποθέσουμε, όπως το κάνουν πολλοί πέριξ της πλατείας Κολωνακίου, οι περισσότεροι άσπονδοι «θαυμαστές» του, ότι προετοιμάζει την επόμενη «δουλειά» του, η χώρα μόνον κερδίζει από την προσοχή που αποδίδει στην επανατοποθέτηση της Ελλάδας στο κουβάρι των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων.
Μόλις τα τελευταία χρόνια ξαναβρίσκει η Ελλάδα τη θέση που είχε κατακτήσει μεταξύ των δημοκρατικών δυτικών κρατών. Θέση που κέρδισε με τρία ιστορικά βήματα. Ένα, τη σχεδόν ταυτόχρονη επανένταξή της στη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ και την ένταξή της στην ΕΟΚ, το 1979-80. Δεύτερο, είκοσι χρόνια αργότερα, το 2001, την ένταξή της στην Ευρωζώνη. Τρίτο, δέκα χρόνια μετά το προηγούμενο, την επιστροφή της σε περιβάλλον ανοικτής οικονομίας με πλήρη αφοσίωσή στη δημοσιονομική σταθερότητα.
Χρειάζεται όμως και το δεύτερο: ο μακρόπνοος στόχος. Όπως εξαιρετικά το τοποθέτησε ο Αντώνης Σαμαράς πριν λίγες μέρες, «έχουν τόσο πολύ αλλάξει όλα, που πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος σκέψης μας ως προς τι είμαστε και πού πρέπει να πάμε». Η αναζήτηση χρειάζεται επανεξέταση και πυξίδα. Να ενώσουμε «την κάθε συνιστώσα σε μια συνισταμένη». Ίσως, είπε ο πρώην πρωθυπουργός, να είναι αυτό ένας παγκόσμιος ελληνισμός στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης».
Δεν ξέρω τι θα είναι και πώς θα το πούμε, αλλά πρέπει να κοιτάξουμε το σπίτι μας στον οικουμενικό ορίζοντα. Με τον Μητσοτάκη να τρέχει ασταμάτητα για την καθημερινότητα της διακυβέρνησης, κάποιοι πρέπει να ασχοληθούν με τη μεθεπόμενη μέρα ώστε να είμαστε και τότε στη «σωστή πλευρά».