H ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εκ παραδόσεως, ήταν μια «στιγμή αληθείας» για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Κάποτε, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 και κατά την επιδίωξη εισόδου στην ΟΝΕ, οι οικονομικοί συντάκτες βρίσκαμε τα στοιχεία που αποκάλυπταν τις πραγματικές αδυναμίες. Αδυναμίες που, συνήθως, απέκρυπτε το εκάστοτε οικονομικό επιτελείο των κυβερνήσεων, με σημαντικές βεβαίως εξαιρέσεις.
Η φετινή έκθεση που υπογράφεται από τον καθηγητή Γιάννη Στουρνάρα τηρεί την παράδοση.
Προφανώς η έκθεση είναι ένα από τα, πολλά σήμερα, ντοκουμέντα ανάλυσης και κατανόησης των εξελίξεων.
Συνεχίζει όμως να ξεχωρίζει για τη διαύγεια και την άρτια οργάνωση των θεμάτων της, αλλά και για την κοφτερή μετριοπάθεια των διαπιστώσεων. Ειδικά το αρχικό κεφάλαιο (παλαιότερα ήταν το δεύτερο) παραμένει ένας οδηγός κατανόησης της κατάστασης.
Ανθολογώ στη συνέχεια μερικές από τις παρατηρήσεις/διαπιστώσεις Στουρνάρα, στην παρούσα συγκυρία.
«Μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα», σημειώνει. Η αναφορά γίνεται στη δημοσιονομική ισορροπία, την οποία προσφάτως πληρώσαμε πανάκριβα, αφού προηγουμένως την είχαμε απωλέσει ελαφρά τη καρδία.
Τα υψηλά επιτόκια, παρά την αναμενόμενη σταδιακή μείωσή τους, απαιτούν αυξημένη επιφυλακή στη διαφύλαξη της δημοσιονομικής θέσης. Κάθε ολίσθημα που θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους δανεισμού και εξυπηρέτησης του χρέους, ιδίως αν συνδυαστεί με υστέρηση του συγκριτικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, θα έχει άμεσα δυσάρεστες επιπτώσεις.
Η γραμμή αμύνης; «Η επόμενη δεκαετία αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους», σημειώνει ο Στουρνάρας, αναφερόμενος στη μακροπρόθεσμη συμφωνία που έχει η Ελλάδα με τα άλλα κράτη της Νομισματικής Ενωσης.
Άλλη απαίτηση είναι η «ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των οικονομιών», η οποία «απαιτεί την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής». Ιδίως επειδή η «επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων μακροπρόθεσμα θα καταστεί δυσκολότερη, αφού προβλέπεται επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, ενώ η θετική επίδραση του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά σταδιακά θα εξαλειφθεί».
Που σημαίνει ότι επειδή και η «εύκολη» περίοδος, με τον πακτωλό της κατ’ εξαίρεσιν χρηματοδότησης λόγω πανδημίας έχει παρέλθει και η πληθωριστική αυτόματη απομείωση του συνολικού χρέους δεν θα υποβοηθά τη διαχείριση του βάρους των τόκων στον προϋπολογισμό, κάτι πρέπει να αλλάξει στη διαχείριση του κρατικού χρήματος.
Ποιο είναι το κρίσιμο μέγεθος; «Η διαφορά μεταξύ ονομαστικού έμμεσου επιτοκίου αναχρηματοδότησης του χρέους και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ». Το φαινόμενο αυτό, γνωστό μεταξύ των οικονομολόγους ως «χιονοστιβάδα εξελίξεων», εξηγεί καταστάσεις στις οποίες ακόμη και τα πιο δραστικά μέτρα, δεν μπορούν να εμποδίσουν τις δρομολογημένες εξελίξεις. Πρέπει ο ρυθμός ανάπτυξης, μαζί με τον πληθωρισμό, να είναι πάντα υψηλότερος από το μέσο επιτόκιο του χρέους.
Με λίγα λόγια, πρέπει τώρα να κάνουμε αυτό που δεν θα μπορούμε να κάνουμε τη στιγμή που θα εκδηλωθεί ο κίνδυνος που συνεχίζει να υπάρχει λόγω του τεράστιου δημόσιου χρέους. Ειδικά επειδή συνδυάζεται αυτό με ένα αντίστοιχα βαρύ ιδιωτικό χρέος.
Πρόσθετη δυσκολία θα εμφανιστεί λόγω της εφαρμογής, πολύ σύντομα, του ευρωπαϊκού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι κρατικές δαπάνες δεν θα μπορούν να αυξάνονται στις περιπτώσεις που τα κρατικά έσοδα «πάνε καλύτερα». Τα «πρόσθετα» έσοδα θα πρέπει να πηγαίνουν σε μείωση του χρέους και κάθε νέα δαπάνη, όπως ένα έκτακτο επίδομα, θα πρέπει να χρηματοδοτείται με έκτακτες ή μόνιμες και ισόποσες αυξήσεις των εσόδων.
«Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών, θα πρέπει να τεθούν ξεκάθαρες προτεραιότητες κατά τη λήψη πιθανών νέων στοχευμένων μέτρων στήριξης προς τις πιο ευάλωτες εισοδηματικές ομάδες», εξηγείται στην Εκθεση.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας επαναλαμβάνει μια παρατήρηση που αξίζει να την κοιτάξει η κυβέρνηση επειγόντως. «Η συνήθης πρακτική χορήγησης επιδομάτων με βάση μόνο τα δηλωθέντα εισοδήματα σε μια οικονομία με αυξημένη φοροδιαφυγή οδηγεί σε ανορθολογική και άδικη χρησιμοποίηση των δημόσιων πόρων», γράφει. Θυμίζοντας μια ξεχωριστή φορολογική «ανισότητα», που συχνά απασχολεί τις συζητήσεις όσων έχουν ρεαλιστική αντίληψη του βάρους της φορολογικής αφαίμαξης στα εισοδήματά τους.
Αρκούν αυτές οι παρατηρήσεις για να αναζητήσουμε έναν νέο δημοσιονομικό ρεαλισμό;
Θα έπρεπε, αλλά δεν είναι και τόσο σίγουρο. Το δείχνουν οι ανόητες και λαϊκίστικες μεγαλοστομίες που ήδη «κοσμούν» την προεκλογική περίοδο.