Ο καθένας με τον μετανάστη «του»

Οι μετακινήσεις των ανθρώπων είναι συνυφασμένες με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όσοι μεταναστεύουν το κάνουν σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας. Κυρίως οικονομικής, για να είμαστε ρεαλιστές. Οι πολλοί μεταξύ μας δεν είμαστε αντίθετοι με την επιλεκτική υποδοχή ξένων εργαζομένων και των οικογενειών τους. Θέτουμε όμως προϋποθέσεις. Ας μην κρυβόμαστε, η βασική ανησυχία όσων δεν συμφωνούν με πολιτικές ανοικτών θυρών προς τους μετανάστες όλης της Γης, συνάδει με την κατάργηση του δικαιώματος επιλογής.

Όμως, η ρύθμιση που πέρασε με εντυπωσιακό ρεκόρ συμφωνίας στη Βουλή δεν αφορά στη μεταναστευτική πολιτική. Επί κυβέρνησης Συριζανέλ η ελληνική επικράτεια μεταβλήθηκε σε σουρωτήρι επειδή η τότε ηγεσία, εντελώς υποκριτικά, φόρεσε τον φερετζέ της καγκελαρίου Μέρκελ. Απαράδεκτο. Ευτυχώς τίμιοι δικαστές ξεκαθάριζαν προσεκτικά σε ποιους θα δίνουν το ιερό προνόμιο του προστατευόμενου πρόσφυγα.

Κι όμως, ακόμη και πριν το 1989 και για σχεδόν τριάντα χρόνια, η Ελλάδα υποδέχθηκε πολλές δεκάδες χιλιάδες μεταναστών από τις χώρες του καταρρέοντος κομμουνισμού. Όμως, η εμπειρία εκείνη δεν μετατράπηκε ποτέ σε σοβαρή και οργανωμένη μεταναστευτική πολιτική. Ενώ τους υποδεχόμασταν με αισθήματα ανθρώπινης κατανόησης, τους κρατούσαμε κι αυτούς, όπως και τους σημερινούς, «φυλακισμένους» στην ανασφάλεια.

Με το κύμα όμως μεταναστών από χώρες όπου κυριαρχεί η μουσουλμανική κουλτούρα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δικαίως. Πριν πολλά χρόνια, όταν ο δικτάτορας Άσαντ επιτέθηκε στους χριστιανούς της Συρίας υποστήριξα ότι η Ελλάδα έπρεπε να τους περιθάλψει μαζικά και να τους παραχωρήσει με συνοπτικές διαδικασίες όλα τα δικαιώματα εγκατάστασης και απασχόλησης. Ούτε που το σκεφτήκαμε.

Τη ζημιά στο μεταναστευτικό την προκάλεσε η παρέα Τσίπρα-Καμμένου. Με το ένα χέρι καλλιέργησαν καθεστώς ασυδοσίας, με το άλλο έκλειναν το μάτι σε κυνηγούς «μελαμψών ξένων». Με το ένα πωλούσαν ανθρωπιά, με το άλλο έστρωναν το έδαφος σε ρατσιστικές αντιδράσεις.

Στο μεταξύ οι άνθρωποι αυτοί βρήκαν χαμαλοδουλειές στα σκοτεινά μέρη των καθώς πρέπει μαγαζιών που συχνάζουμε, νοίκιασαν φθηνά, ο καθένας στις γειτονιές «του», τα σπίτια που αφήσαμε για να μετοικήσουμε στα καλά προάστια, άνοιξαν τα δικά τους φαγητάδικα, μπακάλικα, κουρεία, νυχάδικα και τα απαραίτητα money transfers και παίζουν στα ίδια στοιχηματζίδικα με εμάς τους ντόπιους.

Γινόμαστε υποκριτές ενώ μπορούμε πολύ καλύτερα να πούμε με ευθύτητα αυτό που πιστεύουμε και, τελικά, πράττουμε. Όταν ένα μηνιάτικο, στις χώρες καταγωγής των παράτυπων και «κρυπτόμενων» μεταναστών είναι μεταξύ 30 και 80 ευρώ, εύκολα καταλαβαίνουμε τα υπόλοιπα. Από την άποψη αυτή, η δυνατότητα να δουλεύουν «επισήμως», με ασφάλιση και δικαιώματα, είναι μια πράξη ρεάλ πολιτίκ και ανθρώπινης ειλικρίνειας.

Πιστεύω όμως -και μακάρι να διαψευστώ- ότι δεν θα δουλέψει. Μπορεί οι καλύτεροι μεταξύ των μεταναστών στο σκοτάδι, αυτοί που είναι ήδη βοηθοί των δικών μας «ελευθέρων επαγγελματιών» να εργαστούν στις μεγάλες τεχνικές και άλλες εταιρείες. Γιατί οι εταιρείες αυτές κανονικούς εργαζομένους χρειάζονται και δεν βρίσκουν. Οι μικρές όμως επιχειρήσεις που θα τους χάσουν δεν θα μείνουν άπραγες. Θα «υποδεχτούν» τις νέες φουρνιές μόλις διαδοθούν τα «καλά νέα» από την Ελλάδα.

Άρα, η ανησυχία Σαμαρά δεν είναι όσο «ακραία» θέλησαν να την εμφανίσουν μέλη της κυβέρνησης. Το θέμα είναι αν πολιτεύεσαι κοιτώντας μόνον προς τα πίσω για να διορθώσεις όσα επέτρεψες να συμβούν ή κοιτάς μπροστά. Γιατί μπροστά μας βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα: οι ατελείωτες στρατιές του μουσουλμανικού τόξου δεν πρόκειται ποτέ να εκτιμήσουν τη δουλεμένη μέσα στους αιώνες «χριστιανική» ανεκτικότητα που κυριαρχεί στον καθ’υμάς δυτικό πολιτισμό. Μια πραγματική μεταναστευτική πολιτική δεν μπορεί να συγκρούεται στα σύνορα και να μην ασχολείται με την ασφάλεια των πίσω γραμμών.

Με δύο λόγια δεν υπάρχει ο «καλός» μετανάστης του ενός και ο «κακός» κάποιου άλλου. Η δυσκολία αφομοίωσης και ειρηνικής ένταξης ανθρώπων που είναι, δυστυχώς ακόμη, βυθισμένοι σε πρότυπα «απάνθρωπα» για τα δικά μας πολιτισμικά μέτρα, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση για να την κερδίσει ένα κράτος τόσο απροετοίμαστο όσο το δικό μας.