Οι καλές επιδόσεις δεν αρκούν

Η μεταπανδημική ανόρθωση της οικονομίας είναι επιτυχημένη.

Όσο κι αν προσπαθούν διάφοροι χαμηλής εξειδίκευσης οικονομολόγοι, τους οποίους χρησιμοποιούν άλλοι υψηλής εξειδίκευσης αντιπολιτευόμενοι, να ενσπείρουν τη μιζέρια για την κατάσταση της χώρας, η πραγματικότητα τους διαψεύδει.

Η επιτυχία στην οποία αναφέρομαι δεν αναδεικνύεται κυρίως από τη θέση που βρισκόμαστε σήμερα, αλλά στους ρυθμούς με τους οποίους κινούμαστε προς το καλύτερο.

Δεν θα ασχοληθώ σήμερα με όλους τους δείκτες αλλά με εκείνον που κοστίζει ακριβότερα στους πολλούς από εμάς: τον πληθωρισμό.

Όταν το νόμισμά σου είναι διεθνές, όπως είναι το ευρώ, τότε ο πληθωρισμός «σου» είναι μέρος αυτού του παγκόσμιου φαινομένου. Στην πληθωριστική περίοδο, της οποίας διανύουμε τα τελειώματα (χωρίς να γνωρίζουμε αν θα υπάρξουν και άλλα επεισόδια…), τα ελληνικά νούμερα δεν ήταν ούτε τα χειρότερα, ούτε όμως και μεταξύ των καλύτερων.

Συγκεκριμένα, ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή, που μετρά με τον πιο άμεσο τρόπο το επίπεδο των τιμών, που βρίσκεται δηλαδή, κατά μέσο όρο, η ακρίβεια, ήταν, για την Ελλάδα στο 102,83 τον Σεπτέμβριο 2021, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια αποσταθεροποίησης των τιμών.

Στη διάρκεια των 36 μηνών που διέλευσαν μέχρι να φθάσουμε στον Αύγουστο 2024, ο ίδιος δείκτης εμφανίζεται στο 119,51.

Μια απλή διαίρεση των δύο αυτών αριθμών ότι ο πληθωρισμός αυτής της περιόδου δείχνει 16,3% για την Ελλάδα.

Κατ’ αυτό το ποσοστό ακρίβυναν τα πράγματα. Κάποια, βεβαίως, ακρίβυναν περισσότερο, ιδίως τα τρόφιμα (που έτρεξαν με 26%), κάποια, πιο λίγα πάντως, ακρίβυναν με πιο βραδύ ρυθμό.

Η ελληνική «επίδοση» είναι από τις «καλές». Όσοι τα πήγαν καλύτερα από εμάς είδαν το γενικό επίπεδο τιμών να μεγαλώνει κατά 12% ως 14% ενώ στα τρόφιμα μεταξύ 20% και 24%.

Όπως γνωρίζουν οι οικονομολόγοι, ο πληθωρισμός είναι μια ασθένεια του νομίσματος. Σαν τον πυρετό: όσο υψηλότερος, τόσο χάνει την αξία του το νόμισμα που χρησιμοποιούμε. Όσο περισσότερο ο πληθωρισμός ευτελίζει το νόμισμα, στο οποίο μετατρέπονται τα πάντα, τόσο ευτελίζονται η εργασία μας, η περιουσία μας και αυτό που λέμε «αγοραστική δύναμη».

Η Στατιστική Υπηρεσία μας δίνει έναν τρόπο να μετρήσουμε αυτόν τον ευτελισμό. Το 2021 η αξία ενός ευρώ 1,1344 ευρώ. Δηλαδή το εισόδημά μας, ήταν, πριν τρία χρόνια ισχυρότερο κατά 14%.

Για όσους κατάφεραν να αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημά τους κατά το αντίστοιχο ποσοστό, πείτε δηλαδή κοντά στο 15%, η κατάστασή τους δεν άλλαξε επί τα χείρω.

Δεν έγινε και καλύτερη όμως.

Αυτό δεν είναι αρκετό για τους πολλούς, πάρα πολλούς, εργαζομένους μισθωτούς, οι οποίοι πλήρωσαν πανάκριβα τις τρεις μεγάλες κρίσεις που πέρασε η Ελλάδα επί μια πολύ μακρά δεκαετία: τη δημοσιονομική κρίση του 2011, την κατάρρευση του 2015 και την πανδημική ύφεση του 2021.

Πιστεύουν και έχουν απόλυτο δίκαιο, ότι πρέπει, επιτέλους, να πάρουν κάτι περισσότερο από την πίτα της εθνικής οικονομίας.

Και πάλι, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες τα πήγαμε καλύτερα από τους περισσότερους άλλους Ευρωπαίους σε αυτή την τρέχουσα κρίση του πληθωρισμού. Σε αυτό έχει δίκαιο ο υπουργός Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης και ας τον «κοροϊδεύουν» οι κατά καθήκον αντιπολιτευόμενοι.

Το πρόβλημα είναι ότι ξεκινήσαμε, την επόμενη μέρα της πανδημίας, από πολύ χαμηλότερο επίπεδο συγκριτικά προς τους άλλους ευρωπαίους. Όσο κι αν παλεύουμε ηρωικά με τα κύματα, το φως του φάρου στο καλό λιμάνι της ευρωπαϊκής ευημερίας το βλέπουμε μακριά και χλωμό.

Οι καλές, συγκριτικά, επιδόσεις δεν αρκούν.

Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα την πατήσουμε αν εμπιστευτούμε τους προπαγανδιστές της μιζέριας και τα παρατήσουμε στη μέση την προσπάθεια. Αυτό επιδιώκει ο λαϊκισμός, που παραμένει, στο σημερινό πολιτικό πεδίο, κίνδυνος μεγαλύτερος και από την ακρίβεια.