Υπάρχει μια αποκαλυπτική «παραξενιά» στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση της MRB του Δημήτρη Μαύρου για τον τηλεοπτικό Open.
Οι πολίτες, όπως είναι αναμενόμενο, δεν είναι αισιόδοξοι με τα οικονομικά πράγματα. Τουλάχιστον όχι όσο ήσαν πριν ο πληθωρισμός εγκαθιδρύσει το καθεστώς ακρίβειας, δηλαδή από τη μέση του 2022 και μετά.
Πράγματι, 6 στους 10 έκριναν πως «τα πράγματα, γενικά, στη χώρα μας δεν πάνε καλά» τον Μάρτιο 2022. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε κάπως με τη λήψη των αποτελεσματικών μέτρων για το κόστος του ηλεκτρικού και αυξήθηκε ξανά με το δυστύχημα των Τεμπών
Μειώθηκε όμως, εντυπωσιακά, τον εκλογικό Ιούνιο ’23 κυρίως επειδή η κυβέρνηση έλαβε σειρά μέτρων που ευνόησαν τα εισοδήματα μέσω του κρατικού ταμείου.
Όταν πέρασε η αίγλη του μετεκλογικού εξαμήνου αυξήθηκε και πάλι η δυσφορία.
Υπάρχει όμως ένα πιο βαρύ στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, στην εκτίμηση των πολιτών. Είναι η τοποθέτησή τους όταν ερωτώνται κατά πόσον η κυβέρνηση λαμβάνει «όσα ή και περισσότερα μέτρα επιτρέπει η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας», μια ευφυής ερώτηση της εν λόγω δημοσκόπησης. Δείτε την εξέλιξη:
Τον Μάρτιο ’22 οι πολίτες που συμφωνούσαν ότι, χονδρικά, η κυβέρνηση κάνει «το καλύτερο δεδομένων των συνθηκών», ήσαν 32,5%. Ένας στους τρεις.
Η αναλογία αυτή ανέβηκε πάνω από το 40%, δηλαδή σχεδόν ένας στους δύο, και έμεινε στο ικανοποιητικότατο για κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση επίπεδο, μέχρι τον περυσινό Μάρτιο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αναλογία «1 στους 3» μέχρι να κλείσει το 2023.
Τους τελευταίους μήνες όμως, το ποσοστό όσων πιστεύουν ότι η κυβέρνηση «δεν στηρίζει τους πολίτες με βάση τις δυνατότητες της οικονομίας», η άλλη όψη της παραπάνω εκτίμησης, ανέβηκε στο 65,5%. Δηλαδή 2 στους 3 πιστεύουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να βάλει χέρι στο Ταμείο για να ενισχυθούν τα εισοδήματά τους.
Γιατί; Το προφανές είναι ότι οι αντιπολιτεύσεις έχουν βγει στα μπαλκόνια του λαϊκισμού και είτε ζητούν το «δώσε-δώσε», είτε υπόσχονται τα πάντα. Ως εδώ δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε, αφού δεν είναι η πρώτη φορά και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία, σε ό,τι αφορά τον τρόπο που οι αντιπολιτεύσεις κάνουν τη «δουλειά» τους σε αυτόν τον τόπο.
Υπάρχουν όμως δύο καινούργια στοιχεία, όπως προκύπτουν από την ανάλυση των ευρημάτων της δημοσκόπησης.
Το ένα είναι ότι οι αντιπολιτεύσεις εκμεταλλεύονται πραγματικές συμφορές, άσχετες με την οικονομία. Το κάνουν ανερυθρίαστα και όμως πετυχαίνει. Φαίνεται από το γεγονός ότι 9 στους 10 πολίτες που ψήφισαν κάποιο κόμμα της αντιπολίτευσης, απορρίπτουν οτιδήποτε κάνει η κυβέρνηση στην οικονομία.
Το δεύτερο όμως είναι ότι και μεταξύ των ψηφοφόρων της ΝΔ ένας στους δύο πιστεύει το ίδιο. Ζητεί δηλαδή από τον Μητσοτάκη να ανοίξει το πουγγί του κράτους.
Η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί και αλλού.
Οι διαθέσεις των πολιτών, αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουμε «κλίμα» πληγωμένες όπως είναι από τα Τέμπη και την εγκληματικότητα, βυθίζονται στην απαισιοδοξία.
Με αποτέλεσμα, να καταδικάζουν ή να μην καταγράφουν στο ραντάρ τους οτιδήποτε θεϊκό κάνει η κυβέρνηση για τη στήριξη της οικονομίας. Ακόμη χειρότερα, οι κεραίες τους δεν πιάνουν τα πολύ πραγματικά σημάδια διόρθωσης στο κρίσιμο μέτωπο των τιμών: ο πληθωρισμός έτρεχε με 8% το Μάρτιο ’22, έφθασε στο υψηλότερο σημείο του, 12,1% το Σεπτέμβριο ’22 για να πέσει όμως στο 2,8% τον Ιούνιο ’23 και να μείνει εκεί κοντά, δηλαδή στο 3,4% του περασμένου Μαρτίου.
Η εκτόνωση αυτή δεν καταγράφεται επαρκώς κυρίως λόγω της κατάστασης των τιμών στα τρόφιμα. Παρόλο που και εκεί η βελτίωση είναι εμφανής: από ρυθμό ετήσιας αύξησης 14% (το υψηλότερο σημείο που έπιασε τον Μάρτιο ’23) κινείται τώρα γύρω στο 6%. Η διαφορά είναι σημαντική, αλλά η ζημιά έχει γίνει.
Ο προσδιορισμός της νέας κατώτατης αμοιβής σε ικανοποιητικό επίπεδο, ιδίως αν ειδωθεί σωρευτικά τα τρία τελευταία έτη, δεν έχει, τουλάχιστον όχι ακόμη, προσμετρηθεί στις «θετικές παρεμβάσεις εντός των ορίων της οικονομίας». Θα συμβεί τους δύο επόμενους μήνες, πάντως.
Θα είναι όμως αρκετό αυτό για να αναγνωριστεί στον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι κερδίζει τη μάχη της αγοραστικής δύναμης του πολίτη; Δύσκολο να το κρίνει κανείς. Μόνον αν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις κάνουν, όσες δεν το έχουν κάνει ακόμη, το «καθήκον» τους και βάλουν το χέρι στο ταμείο για να βελτιώσουν την οικονομική θέση των υπαλλήλων τους.
Δυστυχώς, στις προεκλογικές περιόδους οι πολίτες περιμένουν παροχές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίζεται πως δεν θα το κάνει. Ας το ελπίσουμε.
Θα μπορούσε βεβαίως να κάνει σοβαρές κινήσεις, ενδεχομένως πιο μεσοπρόθεσμες, που δεν θα απειλήσουν την επίτευξη του ορισμένου μικρού αλλά απαραίτητου πλεονάσματος.
Το τίμημα, για το σύνολο κοινωνίας και οικονομίας, εφόσον απολεστεί η δημοσιονομική σοβαρότητα θα είναι πολύ βαρύτερο από το εκλογικό κόστος για τη διακυβέρνηση επειδή θα χάσει μερικές, ακόμη, μονάδες στην ευρωκάλπη.
Έχει τρία ολόκληρα χρόνια να κερδίσει το όποιο απολεσθέν έδαφος και να πείσει όλες και όλους ότι ο λαϊκισμός είναι πάντοτε ο συντομότερος δρόμος για την καταστροφή. Δεν έχει παρά να διορθώσει τις επιδόσεις της στην υπόλοιπη διαχείριση των κρατικών πραγμάτων.