Η Πέμπτη Ελληνική Δημοκρατία ξεκίνησε, στον οικονομικό τομέα, με μια σοβαρή κρίση στην πλάτη της. Η χούντα αντέδρασε βλακωδώς στην πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση και στην υποτίμηση του δολαρίου. Ο πληθωρισμός έφτασε τον Δεκέμβριο 1973 στο 30%. Η οικονομία γονάτισε. Τα δημόσια έσοδα εξαφανίστηκαν ξαφνικά. Ο μαυραγοριτισμός επέστρεψε στο κύκλωμα «εισαγωγαί-εξαγωγαί». Οι επενδύσεις πάγωσαν εντελώς.
Εκείνη την κρίση, η νεαρή Δημοκρατία την ξεπέρασε με μεγάλες πληγές. Αλλά την άντεξε. Ούτε ο Κόσμος πήγαινε καλά κι αυτό έκανε δυσκολότερα τα πράγματα. Ήταν ένας θρίαμβος.
Λίγο μετά βυθιστήκαμε μεθυστικά σε μια άλλη μεγάλη κρίση, για την οποία κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Η Ελλάδα άνοιξε το πουγγί του πληθωριστικού χρήματος που έκοβε η Τράπεζα Ελλάδος που «χόρευε» στον ρυθμό του τύμπανου που βάραγε στον ρυθμό του λαϊκισμού.
Η νεαρή Δημοκρατία τράβηξε τον δικό της «ελληνικό» δρόμο. Στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που πήραν, το ένα μετά το άλλο, τα κοντινά μας κράτη.
Σύντομα με το ένα πόδι στον γκρεμό.
Όταν «σωθήκαμε», με τη βοήθεια των Ευρωπαίων, ξεκίνησε η ανάταξη.
Κράτησε σχεδόν είκοσι χρόνια. Αλλά με αβαρίες και εσωτερικές πληγές. Αλλά και σώρευση νέου πλούτου. Και μάλιστα σε ευρώ, ένα νόμισμα που αγόραζε τα πάντα. Ένας ακόμη θρίαμβος.
Οι πληγές κακοφόρμισαν όταν ενέσκυψε η μεγάλη κρίση χρέους. Το βάρος των δανείων μας συνέθλιψε.
Όταν επιτέλους αρχίσαμε να ανασαίνουμε, μας κατάπιε η ύφεση της πανδημίας. Μικρή αλλά διαλυτική.
Μόλις τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα τρέχει ταχύτερα από την ομάδα των χωρών στην οποία ανήκουμε.
Είχε να συμβεί πάνω από πενήντα χρόνια. Από τότε που η χώρα πετύχαινε, κάθε χρόνο, ρυθμούς ανάπτυξης πολύ υψηλότερους από όλα τα κράτη του ΟΟΣΑ.
Παρένθεση: αρχικές εκτιμήσεις της Eurostat δείχνουν ότι το 2023 το διαθέσιμο εισόδημα της Ελλάδας σε πραγματικές τιμές, δηλαδή μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, αυξήθηκε κατά 2% έως 4%, όταν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης το ίδιο μέγεθος ήταν μόλις 0,2%. Η ελληνική επίδοση είναι 10 (τουλάχιστον) φορές καλύτερη.
Με άλλα λόγια, η μεταπολίτευση είχε ups and downs. Αλλά, σε κάθε κύκλο, χάναμε και κάτι σε σύγκριση με όσα πετύχαιναν άλλα, ανταγωνιστικά, κράτη. Εντός Ευρώπης και, πολύ χειρότερα για εμάς, εκτός Ευρώπης.
Για να κάνουμε τη «σούμα» η Μεταπολίτευση μας οδήγησε με ασφάλεια στο πούλμαν των πλουσίων κρατών, αλλά χρειάστηκε να αλλάζουμε συνεχώς θέση. Αντί να μετακινούμαστε μπροστά, πηγαίναμε στη γαλαρία.
Από αυτή την κατάσταση προκύπτει το δυσάρεστο συναίσθημα σχετικής φτώχειας. Το οποίο έγινε εντονότερο τα δύο αυτά χρόνια του ζωηρού πληθωρισμού.
Στην πράξη, κάθε φορά που πηγαίναμε καλύτερα, τα ξοδεύαμε σε εισαγόμενη κατανάλωση. Τα πληρώναμε, τα «χαρίζαμε» για να είμαι ακριβής, στα κράτη που φρόντιζαν να ζουν με όσα δημιουργούσαν.
Όταν μας τελείωναν τα χρήματα, μπαίναμε σε κρίσεις λιτότητας. Για ένα κάποιο διάστημα. Λιτότητα είχαμε το 1972, το 1977, το 1983, το 1986-87, το 1990-91, το 1997-98 και βεβαίως, σωρευτικά το 2010-2017. Είναι πολλά τα χρόνια. Είναι χαμένα χρόνια.
Δεν είναι πως δεν θα περνούσαμε και περιόδους διόρθωσης. Σε όλους συνέβη. Με το μισό σφίξιμο του ζωναριού, τη μισή προσπάθεια και πολύ πιο σύντομες περιόδους λιτότητας/διόρθωσης θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ καλύτερα.
Η πενηντάχρονη Μεταπολίτευση απέτυχε να εκπαιδεύσει τους πολίτες στον ρεαλισμό και ακόμη χειρότερα στον ορθολογισμό.
Ως προς αυτό, παραμένει, ακόμη σήμερα, παγιδευμένη σε συμπεριφορές εφηβικής ανωριμότητας.