Πώς «αντέχουμε» την ακρίβεια

Για τον ίδιο όγκο ειδών σούπερ μάρκετ πληρώσαμε, από την αρχή του έτους, 10% περισσότερα χρήματα. Αυτό προκύπτει, χονδρικά, από την εξειδικευμένη έρευνα καταναλωτών της Nielsen. Στο μεταξύ πληρώνουμε προσεκτικά τους λιγότερους αναλογούντες φόρους ενώ αυξήσαμε τις δαπάνες για διακοπές και όλες τις υπηρεσίες που συνδέονται με τον ελεύθερο χρόνο (εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία). Αλλά το μικρότερο μερίδιο στις δαπάνες των νοικοκυριών παρέμεινε το ίδιο: οι υπηρεσίες εκπαίδευσης απορροφούν μόλις το 3,4% των συνολικών δαπανών, προφανώς γιατί τα πραγματικά λεφτά κυλάνε «μαύρα».

Συνολικά όμως, η μέση δαπάνη των νοικοκυριών ήταν το 2022 μειωμένη εντυπωσιακά σε σύγκριση με το 2008, το τελευταίο «πλήρες» έτος πριν ξεκινήσει η μεγάλη κρίση. Σε σύγκριση με τον «καταναλωτή» εκείνης της εποχής δαπανούμε (σε τιμές που συμπεριλαμβάνουν την αύξηση των τιμών 2021-2022, αλλά όχι του 2023), 32% λιγότερα χρήματα για «αναψυχή και πολιτισμό», 52% λιγότερα για «διαρκή αγαθά» (πλην όσων αφορούν στις μεταφορές), 56% λιγότερα για «ένδυση και υπόδηση» και 16% λιγότερα για «εκπαίδευση».

Μόλις διαβάσατε πως και γιατί «αντέχουμε» τον πληθωρισμό. Όπως αντέξαμε και την μακρά περίοδο λιτότητας. Μειώσαμε τις απαιτήσεις μας, τις καταναλωτικές μας «υπερβολές» και, με δύο λόγια, αλλάξαμε το καταναλωτικό μας πρότυπο. Κάποιοι δυσκολότερα από τους υπόλοιπους. Γίναμε δηλαδή πιο «ευρωπαίοι», αφού επιλέγουμε με μεγαλύτερη προσοχή και φειδώ που και πως δαπανούμε τα χρήματά μας. Δύσκολο; Σίγουρα. Μην ξεχνούμε βεβαίως ότι ένα σημαντικο τμήμα της κατανάλωσης εκείνης της παλιάς «καλής» εποχής των ελλειμμάτων,  μέχρι τουλάχιστον να «σκάσει» το κράτος, πληρωνόταν με δανεικά. Τα οποία αποπληρώσαμε και αποπληρώνουμε από τότε μέχρι σήμερα και για κάποιους ποιος ξέρει για πόσα χρόνια ακόμη.

Υπάρχει όμως μια πολύ μεγάλη διαφορά, ειδικά κατά την πανδημία και περισσότερο αμέσως μετά απ’ αυτήν. Μπήκαν και μπαίνουν νέα εισοδήματα στο σπίτι. Σίγουρα όσα συνδέονται με τον τουρισμό. Ο οποίος γέμισε και γεμίζει τις τσέπες με φρέσκο χρήμα. Ιδίως εκείνων που εκμεταλλεύονται  «έξυπνα» την απαράδεκτη καθυστέρηση του κράτους να συνδέσει αποτελεσματικά τις ταμειακές με τις κάρτες και να ελέγξει (;) τις αφορολόγητες δαπάνες, όπως η αγορά ακινήτων, τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία και κάποια ακόμη «κόλπα». Αλλά και όλων των άλλων, πολλοί από τους οποίους μπήκαν σε κανονικές δουλειές (λιγότερο ή περισσότερο), που βλέπουν, μετά από πάρα πολλά χρόνια, το εισόδημά τους να μεγαλώνει, έστω κι αν τρέχει, για πάρα πολλούς ακόμη, πίσω από τις τιμές, αλλά σε πολύ καλύτερα συντονισμό με την πραγματική άνοδο της οικονομίας.

 «Αντέχουμε», όσο αντέχουμε, την ακρίβεια, επειδή η οικονομία μεγαλώνει διαρκώς, οι καταναλωτές περιορίζονται, οι φόροι μαζεύτηκαν και η μαύρη αγορά καλά κρατεί. Προσθέστε κι αυτό: μέχρι τον Σεπτέμβριο μπήκαν σε κυκλοφορία 184 χιλιάδες αυτοκίνητα, τα 113 χιλιάδες από τα οποία ήταν καινούργια. Τα υπόλοιπα είναι μεταχειρισμένα από το εξωτερικό, οι τιμές των οποίων είναι, σε σύγκριση με το όχι μακρινό παρελθόν, εξωφρενικά αυξημένες. Ο κύκλος εργασιών του εμπορίου αυτοκινήτων έχει τριπλασιαστεί από την εποχή της κρίσης, με τους προηγούμενους δώδεκα μήνες να τρέχει με ρυθμό κοντά στο 30%.

Κι όλα αυτά χωρίς δάνεια, με πλεόνασμα για τον κρατικό προϋπολογισμό και με ολοένα μικρότερο δημόσιο χρέος. Η κρίση μάς φόρτωσε με πολλή σοφία. Τι κρίμα να μην την έχουμε πρόχειρη αυτή τη συλλογική πείρα όταν μας ήταν εξαιρετικά πολύτιμη, προκειμένου να έχουμε αποφύγει τις τραγικές αποφάσεις που πήραμε στις τριπλές εκλογές του 2015. Κάποιος πρέπει να πει στον αλησμόνητο Τσίπρα ότι κανένας Κασσελάκης δεν αρκεί για να ξεχάσουμε.