Όταν συμβαίνουν γεγονότα όπως αυτά που προκάλεσε η επίσκεψη Ερντογάν, για εμάς τους μη ειδικούς επί τα διπλωματικά, τα οποία, κακώς, αποκαλούμε «εθνικά», ο υπολογισμός είναι μάλλον απλός: είμαστε τώρα καλύτερα ή χειρότερα από πριν; Η απάντηση, αυτή τη στιγμή, που επικρατούν ακόμη οι αρχικές εντυπώσεις και δεν έχουμε διαπιστώσει απόνερα και άλλες, «μυστικές» ή φανερές παράπλευρες επιπτώσεις, είναι θετική και ενθαρρυντική.
Είμαι σίγουρος ότι πολλά οφείλονται στην άρτια προετοιμασία. Για μιαν ακόμη φορά αποδεικνύονται στην πράξη οι αρετές της λεπτομερούς και καλής σκηνοθεσίας, την αξία της οποίας έχει τόσο καλά κατανοήσει ο Πρωθυπουργός και γι' αυτό «έδεσε» εξαιρετικά με την ουσία.
Κάποιοι βεβαίως χρησιμοποιούν τον όρο για να πείσουν, εμάς τους αδαείς, ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε τα μάτια μας, τα αυτιά μας και την «κοινή» λογική μας, γιατί το «πραγματικό» ενδιαφέρον βρίσκεται στη «μυστική» διπλωματία. Εμένα, όλα αυτά, μου ακούγονται όπως το πολύ γνωστό, ότι οι αρχηγοί των δύο κρατών υπακούν σε όσα σχεδιάζονται στην …Ουάσιγκτον.
Όχι πως δεν παίζουν ρόλο οι Αμερικανοί. Θα ήταν αστείο να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Καταντά όμως γελοία η προσπάθεια των γνωστών καθ’ επάγγελμα «τουρκοφάγων», σε Αθήνα, Λευκωσία και αλλού, να μας πείσουν πως ομοθυμαδόν οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι …προσκυνημένες. Δεν υπάρχει ούτε καν διπλωματική ένδειξη και σίγουρα όλη αυτή η φιλολογία αντικρούεται από την ιστορία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, πλην, προφανώς, των δικτακτόρων της 21ης Απριλίου. Φιλολογία η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπήρξε, σε κρίσιμες μάλιστα στιγμές, καθοριστική τουλάχιστον ως περιτύλιγμα αποφάσεων αμφίβολης αποτελεσματικότητας, όπως τότε που συνηγόρησε η Αθήνα στην Κυπριακή απόρριψη της προταθείσης συμφωνίας Ανάν.
Επί της ουσίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συντονίζει τα βήματά του με τη γραμμή και τη φήμη πολιτικών έναντι της Τουρκίας, που εφήρμοσαν οι Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου, αν και με πρωτοβουλίες διαφορετικού διαμετρήματος ο καθένας. Κυρίως, όμως, ακολουθεί την κληρονομιά του πατέρα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που αναμετρήθηκε χωρίς φόβο με το βάθος της ιστορίας και έθεσε σε νέες βάσεις τις σχέσεις του ελληνικού κράτους με την Τουρκία και το Ισραήλ. Εγγράφεται, επιπλέον, στη γραμμή θαρραλέων πρωτοβουλιών της αδελφής του, Ντόρας Μπακογιάννη, ακόμη και της «κουμπαριάς» του Κώστα Καραμανλή.
Πλην όμως, όλα αυτά μπορούν να πάνε καλά και καλύτερα, μπορεί να μην πάνε πουθενά και, δυστυχώς, μπορεί και να ξυνίσουν. Ο πρόεδρος Ερντογάν παραμένει απρόβλεπτος, κυρίως επειδή ακολουθεί ενστικτωδώς τα γεγονότα. Η Τουρκία, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, και ως ρεπουμπλικανική-κεμαλική και πριν από αυτήν ως καταρρέσουσα-οθωμανική ήταν και παραμένει στο κέντρο τεκτονικών αναταραχών, προς τις οποίες δεν μπορεί να είναι επιτηδείως ουδέτερη. Θα αρκούσε η κοινότητα πίστεως με τον ατελείωτο μουσουλμανικό κόσμο, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, παρόμοιες άλλωστε με εκείνες που έζησε ο χριστιανικός κόσμος με το Σχίσμα και τον Προτεσταντισμό, για να κατανοήσουμε εξυπνότερα τις νεοθωμανικές και αναθεωρητικές εξάψεις Ερντογάν.
Ας μείνουμε λοιπόν σταθεροί στις θέσεις μας και εργαστούμε για το καλύτερο. Αυτό που είδαμε χθες το μεσημέρι-απόγευμα στην Αθήνα είναι μια πυκνή σκηνή ρεάλ πολιτίκ, της μόνης εξωτερικής πολιτικής που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και όλων υμών. Μακάρι τα πράγματα να πάνε καλύτερα. Αντιλαμβανόμαστε τώρα γιατί τα ευρωπαϊκά κειμήλια, που έχει στις αποσκευές της η χώρα μας όπως προσπάθησα να υπενθυμίσω προχτές, μετρούν διπλά και τρίδιπλα στη μακρόπνοη χάραξη πολυπαραγοντικής εθνικής πολιτικής.