Γιατί οι αγορές σε Ευρώπη, ΗΠΑ «ζυγίζουν» διαφορετικά τη ρωσο-ουκρανική κρίση

Γιατί οι αγορές σε Ευρώπη, ΗΠΑ «ζυγίζουν» διαφορετικά τη ρωσο-ουκρανική κρίση

Οι αγορές γιόρτασαν με ισχυρή άνοδο και πήραν πίσω ένα μεγάλο μέρος των προχθεσινών τους απωλειών μετά τις δηλώσεις του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για μερική απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων, τα οποία θα επιστρέψουν στη βάση τους μετά από τις «ασκήσεις» κοντά στην Ουκρανία.

Ο Ρώσος Πρόεδρος μετά τη συνάντηση του με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς στη Μόσχα επισήμανε για άλλη μια φορά ότι η Ρωσία δεν θέλει πόλεμο με την Ευρώπη και άδραξε την ευκαιρία να τονίσει εκ νέου τη σημασία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, ως ένα καθαρά εμπορικό έργο που θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.

Τόνισε επίσης ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να συνεχίσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω της Ουκρανίας μετά το 2024- χρονιά κατά την οποία λήγει η τρέχουσα συμφωνία διαμετακόμισης- ενώ θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν ιδιαίτερα «καυστικός» όσον αφορά τις προειδοποιήσεις της Δύσης για μια άμεση ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ταυτόχρονα «γεμάτος παράπονο» όσον αφορά το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει ακόμη εποικοδομητική ανταπόκριση στις ρωσικές προτάσεις.

Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν σε δυνατή αποκλιμάκωση τις τιμές του πετρελαίου, με τον διεθνή δείκτη αναφοράς brent να αποχαιρετά τις τιμές άνω των 96 δολαρίων αλλά να κρατά τις τιμές πάνω από τα 90 δολάρια/βαρέλι.

Ακόμα πιο γενναία η αποκλιμάκωση στις τιμές του φυσικού αερίου με τα ολλανδικά συμβόλαια που είναι και το σημείο αναφοράς για τις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη να αποκλιμακώνονται κατά 15% ,πέριξ των 68 ευρώ/MW. Πτώση αν και σαφέστατα μικρότερη κατέγραψαν το αλουμίνιο, το παλλάδιο αλλά και το επενδυτικό καταφύγιο του χρυσού.

Στον αντίποδα, η αναζωοπύρωση των ελπίδων ότι ο διπλωματικός διάλογος με τη Ρωσία ίσως και να έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς, οδήγησε σε ισχυρά κέρδη την Ευρώπη αλλά και τους βασικούς δείκτες της Wall Street.

Όπως είπαμε στην αρχή όμως, στην Ευρώπη οι αγορές κάλυψαν ένα μόνο μέρος των προχθεσινών απωλειών, ενώ κακά τα ψέματα, τόσο ο S&P500 όσο και ο γερμανικός δείκτης Dax απέχουν από τα τεχνικά ορόσημα της « άρσης συναγερμού», ήτοι από τις 4620 μονάδες και τη ζώνη των 15625- 15700 μονάδων αντίστοιχα.

Βλέπετε, από τους 130.000 Ρώσους στρατιώτες στα βόρεια, ανατολικά και νότια της Ουκρανίας υπολογίζεται ότι αποσύρθηκαν περίπου 10.000. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ προειδοποίησε ότι δεν βλέπει «κάποιο σημάδι αποκλιμάκωσης στο πεδίο από την πλευρά της Ρωσίας», ενώ συγκρατημένη ήταν και η απάντηση της Ουκρανίας, με τους στρατιωτικούς αναλυτές να υποστηρίζουν ότι «είναι πολύ νωρίς για να είμαστε σίγουροι για την έκταση οποιασδήποτε αποκλιμάκωσης».

Η λογική είναι «με το μέρος της ειρήνης»

Για τη Ρωσία

Αν και η ιστορία μας προσφέρει δυστυχώς πολλές εξαιρέσεις του παραπάνω κανόνα, η κοινή λογική λέει ότι όλοι πρέπει να εργαστούν για την αποφυγή ενός πολέμου. Ενας πόλεμος στην Ουκρανία όχι μόνο δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα, αντίθετα θα προσθέσει πολλά άλλα για όλους τους εμπλεκομένους.

Η ρωσική εταιρεία εξαγωγής φυσικού αερίου Gazprom και οι εταίροι της, συμπεριλαμβανομένων πολλών ευρωπαϊκών εταιρειών όπως για παράδειγμα της Shell, έχουν δαπανήσει 9,5 δισ. ευρώ για την ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2, ενώ η ρωσική οικονομία υπολογίζει ότι μέσω του αγωγού αυτού θα διπλασιάσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Μια στρατιωτική δράση στην Ουκρανία θα έθετε σε κίνδυνο τον πολύτιμο αγωγό όσο και τις μελλοντικές συμφωνίες για την ενίσχυση της ρωσικής προμήθειας στην περιοχή.

Βέβαια στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι η Ρωσία προετοιμάζεται για τυχόν δυτικές κυρώσεις μέσω ενός νέου στρατηγικού εταίρου.

Ο ρωσικός αγωγός Power of Siberia άρχισε να εξάγει φυσικό αέριο από την ανατολική Σιβηρία στη βορειοανατολική Κίνα πριν από δύο χρόνια. Ρωσία και Κίνα συμφώνησαν να κατασκευάσουν μια δεύτερη γραμμή, την Power of Siberia 2, που θα φέρει αέριο από τη χερσόνησο Yamal στη ρωσική Αρκτική στα βορειοανατολικά της Κίνας. Αυτό σημαίνει ότι το αέριο Yamal θα μπορεί να ρέει στην Κίνα τόσο εύκολα όσο και στην Ευρώπη. Και αυτό όπως έχουμε αναφέρει ξανά, καλό θα ήταν η Δύση να το έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της.

Για την Ευρώπη

Η Ευρώπη με τη σειρά της θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους χαμένους, καθώς εάν επιβληθούν κυρώσεις στις ρωσικές ενεργειακές εταιρείες, η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου ως μοχλό πίεσης και οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου θα εκτοξευθούν εκ νέου.

Η Ευρώπη έχει πικρή εμπειρία από τις προηγούμενες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Σύμφωνα με μελέτη του Kiel Institute , η Ρωσία υπέστη τις μεγαλύτερες εμπορικές απώλειες, αλλά και η Γερμανία πλήρωσε τεράστιο τίμημα. Είναι λογικό λοιπόν να επιθυμεί να αποφύγει ένα τέτοιο σενάριο, εξ ου και η χθεσινή επίσκεψη του Γερμανού Καγκελάριου Όλαφ Σολτς στη Μόσχα.

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη πέραν από την ΕΕ πλήγμα δέχθηκαν και άλλες οικονομίες, με τις ΗΠΑ μόνο να βγαίνουν πραγματικά κερδισμένες.

Λίγο πολύ τα ίδια δεδομένα παραμένουν και σήμερα σε περίπτωση που ξαναμπούμε στο γαϊτανάκι των εκατέρωθεν κυρώσεων.

Οποιεσδήποτε αναταράξεις στις ροές φυσικού αερίου αλλά και πετρελαίου από τη Ρωσία- περίπου το ήμισυ των εξαγωγών πετρελαίου της Ρωσίας κατευθύνεται στην Ευρώπη-θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν σε περαιτέρω άνοδο των τιμών.

Από την άλλη όμως δίνουν μια ευκαιρία στις ΗΠΑ να παίξουν ακόμα πιο ενεργό ρόλο στην μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία, αυξάνοντας τις αμερικανικές εξαγωγές LNG, κάτι που ήδη άλλωστε έχει γίνει ως ένα βαθμό. Κάτω από το ίδιο πρίσμα, η Σαουδική Αραβία και κάποιες άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή θα καλύψουν ενδεχομένως ένα μέρος του «κενού» του πετρελαίου.

Αρκούν όμως αυτές οι δύο εναλλακτικές για την Ευρώπη; Οι αριθμοί δίνουν πάντα την απάντηση. Αν συγκρίνουμε τα τρέχοντα επίπεδα προμηθειών της Gazprom από αγωγούς στην περιοχή, θα συνειδητοποιήσουμε ότι είναι αρκετά μεγαλύτερα από το σύνολο των παγκόσμιων εξαγωγών αμερικανικού LNG. Αυτό σημαίνει ότι το αμερικανικό LNG δεν μπορεί να καλύψει πλήρως τη ζήτηση από την Ευρώπη.

Επιπλέον είναι μια πολύ πιο ακριβή λύση. Η Ευρώπη έχει μεν τη δυνατότητα να επεξεργαστεί το LNG που εισάγει και να το μετατρέψει εκ νέου σε φυσικό αέριο, αλλά είναι αρκετά δύσκολο να το παραδώσει στους τελικούς αποδέκτες, καθώς οι υποδομές της για τη μεταφορά του και τη διανομή του δεν είναι κατάλληλες για μια μεταστροφή από το ρωσικό φυσικό αέριο στο LNG.

Για την Ασία, την Αφρική και ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής

Αν και όλοι εστιάζουμε στον αντίκτυπο που θα είχε στις ενεργειακές τιμές ένας πόλεμος μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, εντούτοις μία άλλη σημαντική επίπτωση θα μπορούσε να είναι η περαιτέρω άνοδος των τιμών των τροφίμων.

Καταρχήν η αύξηση του ενεργειακού κόστους εκ των πραγμάτων πυροδοτεί κύμα ανατιμήσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας συμπεριλαμβανομένου και του κλάδου των τροφίμων και της επεξεργασίας τους.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ -FAO- οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων έφτασαν σε ρεκόρ 10ετίας το 2021, με τον δείκτη να καταγράφει τον Ιανουάριο του 2022 τις 135,7 μονάδες, αυξημένος κατά 32% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 και κατά 19% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2021. Ένας πόλεμος μόνο χειρότερη θα μπορούσε να κάνει την κατάσταση στο πεδίο των τιμών.

Βλέπετε, η Ουκρανία και η Ρωσία αποτελούν κυρίαρχους παίκτες στο παγκόσμιο εμπόριο σιταριού, καλαμποκιού και ηλιέλαιου και το μερίδιο τους στις παγκόσμιες εξαγωγές έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός αυτό φέρνει τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά δυνητικά αντιμέτωπα με ακόμα υψηλότερες τιμές, ενώ την ίδια στιγμή καθιστά τους αγοραστές από την Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή ιδιαίτερα ευάλωτους σε περίπτωση που διαταραχθούν οι προμήθειες.

Πιο αναλυτικά και πάντα σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας, η Ουκρανία είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος προμηθευτής τροφίμων της ΕΕ μετά το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Βραζιλία και τις Η.Π.Α και παρέχει περίπου το ένα τέταρτο των εισαγωγών δημητριακών –όσον αφορά το καλαμπόκι το 50%-και φυτικών ελαίων. Όμως η ΕΕ είναι και η ίδια ένας μεγάλος παραγωγός τροφίμων και εως εκ τούτου θα καταφέρει από ένα σημείο και μετά να προσαρμοστεί στο άμεσο σοκ μια διακοπής προμηθειών.

Όσον αφορά όμως χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Η Αίγυπτος για παράδειγμα, είναι σημαντικός αγοραστής ουκρανικών σιτηρών, ενώ και ο Λίβανος εισάγει το 55% του σιταριού από την Ουκρανία. Η Τουρκία εισάγει το 62% του σιταριού από τη Ρωσία και πέριξ του 23% από την Ουκρανία.

Ειδικά η Αίγυπτος και η Τουρκία λοιπόν αναμένεται να έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι παγκόσμιες αγορές ήδη αντιμετωπίζουν τη συρρίκνωση των αποθεμάτων στο σιτάρι.

Η Ουκρανία είναι μια υπολογίσιμη δύναμη και στις εξαγωγές ελαίων-η Ευρώπη εισάγει το 88% του ηλιέλαιου από την Ουκρανία- ενώ η Ρωσία είναι επίσης ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς των τριών μεγάλων ομάδων λιπασμάτων. Τουτέστιν, οποιεσδήποτε περικοπές στην προσφορά μπορεί να επηρεάσουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών, επηρεάζοντας εκ νέου ανοδικά τις τιμές των τροφίμων.

Στο «εμπόλεμο» πλάνο και τα μέταλλα

Ένας πόλεμος ενέχει και τον κίνδυνο διακοπής των ρωσικών εξαγωγών μετάλλων, όπως το αλουμινίο, το νικέλιο, το παλάδιο και τον χάλυβα. Όπως επισημαίνει η JP Morgan η Ρωσία μπορεί να έχει λιγότερο κυρίαρχη θέση στα βασικά μέταλλα, εντούτοις παραμένει ένας από τους κορυφαίους προμηθευτές παγκοσμίως, ενώ στο παλλάδιο αντιπροσωπεύει περίπου το 40% της παγκόσμιας προσφοράς.

Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τυχόν περαιτέρω διαταραχές στις ροές φυσικού αερίου θα μπορούσαν να επιδεινώσουν το πρόβλημα του υψηλού κόστους ενέργειας για τους παραγωγούς μετάλλων στην Ευρώπη, οι οποίοι ήδη έχουν αναγκαστεί σε πολλές περιπτώσεις να μειώσουν την παραγωγή τους.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.