Κανείς δεν θα μπορούσε να παραπονεθεί ότι οι κεντρικές τράπεζες του πλανήτη δεν έχουν «εμβολιάσει» με τρισεκατομμύρια την παγκόσμια ρευστότητα. Συμβατικά και μη εργαλεία, νέες και πρωτότυπες μορφές, σίγουρα οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να κατηγορηθούν για έλλειψη τόλμης και φαντασίας. Αλλά ένα μέρος μόνο του μοναδικού στα παγκόσμια χρονικά αυτού πακτωλού έχει φτάσει στην πραγματική οικονομία, μετουσιώνεται σε επενδύσεις και αύξηση της απασχόλησης.
Η εξήγηση είναι απλή. Τα περισσότερα από τα κεφάλαια αυτά καταλήγουν στα χρηματιστήρια. Η επιτακτική ανάγκη αγοράς μετοχών μοιάζει ακαταμάχητη για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις τράπεζες, δηλαδή τους αποδέκτες της ρευστότητας που διοχετεύουν οι κεντρικές τράπεζες. Οι μεγάλες επιχειρήσεις ενισχύουν τις θέσεις τους στην εταιρεία, αφετέρου γιατί πιστεύουν και δικαίως ότι με τις μετοχές θα βγάλουν πιο γρήγορο κέρδος. Αντίστοιχα, οι τράπεζες διοχετεύουν το φθηνό χρήμα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου όπου βρίσκουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τα επιτόκια δανεισμού.
Η τάση αυτή είναι μια από τις βασικές αιτίες όσων βλέπουμε στις αγορές. Ένα αδυσώπητο ράλι με τους δείκτες παγκοσμίως να έχουν εκτιναχθεί πάνω από 60% έναντι του φετινού χαμηλού τους. Αθροίζοντας την αξία στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές προκύπτει πλέον ένα ποσό κοντά στα 100 τρισ. δολάρια, για πρώτη φορά στην ιστορία τους.
Οι αγορές ομολόγων έχουν επίσης δημιουργήσει νέα ρεκόρ. Εκτιμάται ότι το παγκόσμιο απόθεμα χρέους που προσφέρει αρνητικές αποδόσεις έχει εκτιναχθεί πέραν των 18 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Ένα ποσό υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου στις αρχές του 2019. Σε όλο τον πλανήτη, οι τράπεζες διοχετεύουν την επιπλέον ρευστότητα που έχουν αποκτήσει κυρίως σε ομόλογα.
Και στην Ελλάδα;
Η ελληνική πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν συσσωρεύσει μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, με αποτέλεσμα η όποια παροχή ρευστότητας από την επεκτατική νομισματική πολιτική να φτάνει μόνο σε μικρό βαθμό στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ή εφόσον φτάνει αυτό να γίνεται με υψηλά επιτόκια.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που ως σχεδόν αποκλειστική πηγή ρευστότητας (πέρα από τα ίδια κεφάλαια) έχουν τις τράπεζες. Η πολυετής κρίση δημιούργησε τεράστια οικονομικά προβλήματα στις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα πολλές είτε να κλείσουν, είτε να έχουν αυξημένη πιθανότητα πτώχευσης. Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε πολύ μεγάλο αριθμό κόκκινων δανείων (ποσοστιαία δεκαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου για σειρά ετών), πρακτικά οδηγώντας σε πτώχευση τις τράπεζες που χρειάστηκαν διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις. Οι πολιτικές επιλογές της περιόδου επιδείνωσαν δραματικά την κατάσταση, ενώ παρήγαγαν και ένα σοβαρό κύμα στρατηγικών κακοπληρωτών (προσώπων που είχαν τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων αλλά δεν το έπρατταν).
Ασφαλώς και οι ελληνικές τράπεζες έχουν επίσης σοβαρές ευθύνες, καθώς είναι από τις λειτουργικά πλέον αναποτελεσματικές στην Ευρώπη, με ελλιπή συστήματα διάγνωσης και διαχείρισης των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και ιδιαίτερα του πιστωτικού κίνδυνου (ο οποίος συνδέεται με τη πιθανότητα μη αποπληρωμής των δανείων).
Σε αυτό το πλαίσιο, ο δανεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων από τις τράπεζες παραμένει πολύ επικίνδυνος. Με άλλα λόγια οι τράπεζες φοβούνται να δανείσουν τις σταθερά επικίνδυνες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που δέχτηκαν ένα νέο εξωγενές σοκ), ενώ ακόμα και όταν το κάνουν τα επιτόκια είναι υψηλά με αποτέλεσμα ο κίνδυνος δημιουργίας κόκκινων δανείων να αυξάνεται. Για τις τράπεζες οι επενδύσεις σε αγορές χρήματος και κεφαλαίου είναι σήμερα πολύ πιο προσοδοφόρες.
Υπάρχει λύση;
Σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη γιατί το σοκ ήταν εξωγενές. Ευθύνονται μαζί με τις κυβερνήσεις και τις τράπεζες στο βαθμό που στο προηγούμενο διάστημα δεν φρόντισαν να επενδύσουν και να αναπτυχθούν. Εφόσον το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στη ζήτηση για ρευστότητα και εφόσον δεν μπορούμε να αλλάξουμε νυχθημερόν τη δομή της ελληνικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας (πολλές μικρές επιχειρήσεις), η λύση είναι η παροχή ρευστότητας και εκτός του τραπεζικού συστήματος.
Πώς θα υλοποιηθεί η νομισματική πολιτική εκτός του τραπεζικού συστήματος;
Η υλοποίηση της προτεινόμενης πολιτικής είναι σύνθετη αλλά η βάση της είναι σχετικά απλή: Χρειαζόμαστε μια μη κρατική επενδυτική τράπεζα. Η καλύτερη επιλογή είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζας Ανασυγκρότησής και Ανάπτυξης (EBRD), η οποία έχει ήδη παρουσία στην Ελλάδα. Η EBRD, λειτουργώντας ως επενδυτική τράπεζα, έχει τη τεχνογνωσία να δανείσει μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρακάμπτοντας το τραπεζικό σύστημα. Έχει επίσης τη τεχνογνωσία να επιλέξει τις παλιές και νέες επιχειρήσεις που παρουσιάζουν ένα σαφές αναπτυξιακό πλάνο, επενδύοντας έτσι στρατηγικά και στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Το πρόγραμμα αυτό θα συμβάλλει και στην καλύτερη απορρόφηση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης. Η ελληνική κυβέρνηση και η τράπεζα της Ελλάδος οφείλουν να προχωρήσουν σε έναν τέτοιο σχεδιασμό.
* Ο Μάνθος Ντελής είναι καθηγητής Χρηματοικονομικής στο Montpellier Business School