Του Δημήτρη Κουρέτα*
Η διεθνοποιημένη αγορά έχει οδηγήσει (όλο και περισσότερο) την πρωτογενή παραγωγή σε μια κατεύθυνση συμπίεσης του κόστους, κυρίως μέσα από πρακτικές μη ασφαλούς παραγωγής και αναζήτησης πρώτων υλών που εξυπηρετούν τη μαζική βιομηχανία τροφίμων. Η Ελλάδα, ως περιοχή πρωτογενούς παραγωγής, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με όρους μαζικής, φτηνής, παραγωγής, γιατί το μέγεθός της δεν επιτρέπει τη μετάβαση σε τέτοιου είδους εκμεταλλεύσεις.
Το πλεονέκτημά της (υπήρξε και οφείλει να συνεχίσει να υπάρχει) ήταν οι μικρές παραγωγές, που με κόπο, μεράκι και σεβασμό στον άνθρωπο μπορούσε να αντλήσει από το χώμα της. Η ελληνική γη και οι άνθρωποί της απολύτως συμφιλιωμένοι με το κοινό τους μέλλον μπορούν να παράγουν καταπληκτικά προϊόντα. Σαφέστατα οι συνέργειες τέτοιων μικρών παραγωγών μπορούν να δώσουν το απαραίτητο μέγεθος εξωστρέφειας, χωρίς όμως να υποτιμούμε τις διατροφικές ανάγκες της ίδιας της χώρας.
Μια σημαντική παραγωγή στη χώρα μας είναι το μέλι, με το οποίο θα ασχοληθούμε στο άρθρο αυτό.
- Το βαμβάκι είναι ένα εντατικά καλλιεργούμενο προϊόν σε κάποιες περιοχές στη χώρα, όπως στη Θεσσαλία. Το μέλι βαμβακιού υπερέχει έναντι των άλλων ποικιλιών μελιού στη συγκέντρωση υπεροξειδίου του υδρογόνου (H2O2, το κοινό οξυζενέ). Η φαρμακοβιομηχανία τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιεί σε επιθέματα τραυμάτων μέλι με αυξανόμενους ρυθμούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να προωθηθεί το μέλι αυτό στη συγκεκριμένη αλυσίδα μεταποίησης και χρήσης, με τιμή πάνω από 200 ευρώ το κιλό. Απαιτεί όμως μια κεντρική συμφωνία μεταξύ γεωργών, κρατικών δομών και μελισσοκόμων.
Οι μελισσοκόμοι να εφαρμόζουν μια ορθή μελισσοκομική πρακτική παραγωγής βαμβακόμελου (το οποίο κρίνεται σαν εύκολο βήμα ύστερα από εκπαίδευσή τους). Οι κρατικές δομές να προωθήσουν την εν λόγω καλλιέργεια με όρους ποιότητας (εδώ η ανάλυση δυσκολεύει, γιατί εμπλέκεται η εθνική αγροτική πολιτική, η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική και οι δυστοκίες μιας χρόνιας αναποτελεσματικής γεωργικής κοινωνίας που λειτουργεί δίχως μακροχρόνιο όραμα και δίχως να μπορεί να στηριχτεί σε καινοτόμες στρατηγικές λύσεις). Οι γεωργοί να εφαρμόσουν την αντίστοιχη ορθή γεωργική πρακτική (βήμα που απαιτεί πολλή εκπαίδευση και είσοδο στον κλάδο νέων πρακτικών σκέψης, που αυτομάτως σημαίνει ευρύτερη αλλαγή λογικής).
- Η μελισσοκομία είναι νομαδική και ο Ελληνας μελισσοκόμος πλεονεκτεί λόγω θέσης. Υπάρχει ένα ελληνικό μέλι που παράγεται από τα πευκοδάση. Το μέλι πεύκου. Το μέλι πεύκου για να παραχθεί μεσολαβεί ένα κοκκοειδές έντομο που ονομάζεται Marchalina Hellenica. Οπως εύκολα αποκαλύπτεται, είναι ένα ενδημικό έντομο του Αιγαίου (υπάρχει και στα παράλια της Τουρκίας). Το μέλι πεύκου δεν παράγεται πουθενά αλλού στον κόσμο. Πουθενά αλλού.
Αυτό το δεδομένο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια προώθησης ενός προϊόντος στην παγκόσμια ανοιχτή πλέον αγορά. Ενα προϊόν που υπάρχει μόνο στην Ελλάδα (και στην Τουρκία). Ενα προϊόν που με βάση τα χαρακτηριστικά του έχει αξιόλογες βακτηριοστατικές ιδιότητες και που θα μπορούσε να αποτελεί για τον Ελληνα μελισσοκόμο ό,τι και το ακριβότερο μέλι στον κόσμο, το μέλι Manouka της Νέας Ζηλανδίας.
Όσον αφορά στα υπόλοιπα προϊόντα της μέλισσας:
• Η γύρη και ο βασιλικός πολτός χαρακτηρίζονται ως λειτουργικά τρόφιμα (neutraceuticals) και η αξία των προϊόντων αυτών αυξάνει καθώς αυξάνει η ζήτησή τους και η εκτίμησή τους από το αγοραστικό κοινό. Η πρόπολη και το δηλητήριο που δεν είναι τρόφιμα και έχουν πληθώρα βιολογικών δράσεων, θεραπευτικών, ακόμα και καλλυντικών εφαρμογών, αποτελούν επίσης περιζήτητα προϊόντα με μεγάλη ζήτηση και υψηλή τιμή, ειδικά το δηλητήριο. Η πρόπολη είναι συστατικό σε πολλά φαρμακευτικά και καλλυντικά σκευάσματα και το ίδιο και το δηλητήριο, που πιστεύουμε ότι θα αποτελέσει σημαντικό, εξαγώγιμο κυρίως προϊόν, αν υποστηριχθεί κατάλληλα η παραγωγή του.
• Μεγάλο ενδιαφέρον επίσης έχει η ζύμωση του μελιού σε υδρόμελι («κρασί» από μέλι), η απόσταξή του σε μουντοβίνα («τσίπουρο» από μέλι) ή η περαιτέρω ζύμωσή του σε «ξίδι» από μέλι. Εξάλλου ήδη η ποτοποιία έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για το μέλι. Υπάρχουν μπίρες με μέλι στην ελληνική αγορά, ρακόμελα και πιθανά να δούμε και κρασί με μέλι (honeyed wine) σύντομα.
• Το κερί τροφοδοτεί κηροπλαστεία ή κηρηθροποιεία που εφοδιάζουν τους μελισσοκόμους, βιοτεχνίες παραγωγής διακοσμητικών κεριών και είναι βασικό συστατικό στις περίφημες παραδοσιακές κηραλοιφές που εμφανίζουν σήμερα μεγάλη ζήτηση (θα ασχοληθούμε σε άλλο άρθρο με τις κηραλοιφές).
• Ο μελισσοκομικός τουρισμός δεν έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας, ενώ στη διπλανή Τουρκία ανθεί. Μελισσοκόμοι από όλη την Ευρώπη συνδυάζουν επισκέψεις σε φυσικά ή πολιτιστικά αξιοθέατα με επισκέψεις σε μελισσοκομεία, μελισσοκομικά ινστιτούτα, μελισσοκομικά μουσεία, γιορτές μελιού ή συσκευαστήρια μελιού.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββάτου 25 Ιανουαρίου
** Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής του Τμήματος Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας