Διαβάζω, ακούω και βλέπω από πλήθος δημοσιογράφων, αναλυτών, διπλωματών και πανεπιστημιακών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ότι βαδίζουμε προς μια περίοδο ενός νέου ψυχρού πολέμου. Ο όρος αυτός εδώ και καιρό - επί Προεδρίας Τράμπ- αναφερόταν στις ανταγωνιστικές σχέσεις ΗΠΑ και της Κίνας. Σήμερα, ωστόσο, ο όρος νέος «ψυχρός πόλεμος» τείνει να χρησιμοποιηθεί ως cliché για να προδιαγράψει την κλιμακούμενη αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία μετά τη εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, ότι η νέα διαμορφούμενη κατάσταση στην Ευρώπη προσδιορίζεται ως ο νέος ψυχρός πόλεμος είναι τουλάχιστον ατυχής, ανακριβής και μη ανταποκρινόμενος στη νέα πραγματικότητα, καθώς ο Πούτιν απειλεί πια την Ευρώπη και τον κόσμο, για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου δεν έλαβε χώρα κανένας διακρατικός πραγματικός πόλεμος στην Ευρώπη, ενώ σήμερα έχουμε. Μοναδική εξαίρεση θα μπορούσε να θεωρηθεί η εισβολή της ΕΣΣΔ στην Ουγγαρία το 1956, αλλά αυτό αφορούσε μια υπόθεση στο εσωτερικό του Ανατολικού Συνασπισμού και δεν είχε το εύρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων που βλέπουμε σήμερα στην Ουκρανία.
Δεύτερον, οι ηγεσίες των ΗΠΑ όσο και της ΕΣΣΔ σε όλες τις φάσεις του ψυχρού πολέμου, έβρισκαν πάντα τρόπο να αποφεύγουν τη μεταξύ τους σύγκρουση, εξ αιτίας της ύπαρξης των πυρηνικών όπλων και του συνακόλουθου φόβου της αμοιβαίας καταστροφής. Η κρίση των πυραύλων στην Κούβα το 1962 είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σε όλα δε τα πεδία αντιπαράθεσης, όταν μία υπερδύναμη ήταν στρατιωτικά παρούσα η άλλη φρόντιζε να μην αναμειγνύεται άμεσα αλλά αρκείτο να υποστηρίζει τους αντιπάλους της άλλης. Παραδείγματα: ο πόλεμος του Βιετνάμ στη δεύτερη φάση του (1960 – 1975), όπου η Ρωσία δεν έστειλε στρατό και η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν (1979-1989), όπου οι ΗΠΑ δεν έστειλαν τις ένοπλες δυνάμεις τους. Σήμερα, κάτι τέτοιο κανείς πια δεν μπορεί να το εγγυηθεί.
Ο φόβος της διεύρυνσης του πολέμου και όχι μόνο ενός «ψυχρού πολέμου» στην Ευρώπη είναι υπαρκτός. Ο Πούτιν εκτοξεύει απειλές σε χώρες της περιοχής που ανήκουν στην ΕΕ (Φινλανδία και Σουηδία) και υπάρχουν φόβοι για άσκηση πιέσεων στη Μολδαβία και τη Γεωργία. Ο Πούτιν, επίσης, προειδοποίησε τη Δύση ακόμα και με τη χρήση πυρηνικών όπλων, ενώ έθεσε σε ετοιμότητα το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσία, αναγκάζοντας την ΕΕ να αποφασίσει τη χρηματοδότηση της προμήθειας οπλικών συστημάτων μιας τρίτης χώρας -της Ουκρανίας- και τη Γερμανία να υιοθετήσει μια νέα αμυντική στρατηγική με κατακόρυφη αύξηση των αμυντικών της δαπανών κατά 100 δις ευρώ.
Τρίτον, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου είχαμε την αντίθεση δύο σαφώς διαχωριστικών συνασπισμών που είχαν συγκροτημένη ιδεολογική, κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική ταυτότητα. Σήμερα έχουμε την αντιπαράθεση μίας χώρας -της Ρωσίας- σχεδόν με όλο τον κόσμο. Είναι μόνη, όπως και κατά τον κριμαϊκά πόλεμο (1853-1856) που ηττήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ρωσία δεν ηγείται κάποιου συνασπισμού και η ισχύ της δεν συγκρίνεται με εκείνης της ΕΣΣΔ με σημαντική εξαίρεση βέβαια την κατοχή πυρηνικών όπλων. Η δε Κίνα κρατά μια εξαιρετικά προσεκτική στάση μη ταυτιζόμενη με τη Ρωσία ούτε καν στο Συμβούλιο Ασφαλείας αφού ψήφισε αποχή.
Τέταρτον, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, στην Ευρώπη διατηρήθηκε η ειρήνη, διότι τα δύο αντίπαλα στρατεύματα σεβάστηκαν τις ζώνες επιρροής που είχαν συμφωνηθεί μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Μόσχα Δεκέμβριος 1944- Γιάλτα, 1945). Ο Στάλιν απέφυγε να καταλάβει μέρος της Ελλάδας το 1944 μετά την κατάληψη της Βουλγαρίας, και η Δύση αποδέχθηκε, ότι η Ανατολική Ευρώπη αποτελεί ζωτικό χώρο για τη ΕΣΣΔ (cordon sanitaire). Έτσι, η Δύση παρακολούθησε άπραγη την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961 και τις επεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της στην Ουγγαρία το 1956 και την Τσεχοσλαβακία το 1968. Η σημασία των ζωνών επιρροής επιβεβαιώθηκε με έμμεσο τρόπο με την υπογραφή του Χάρτη του Ελσίνκι το 1975 και το 1990, όταν δόθηκε η υπόσχεση από τη Δύση, όπως διατείνεται ο Πούτιν, ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ανατολικά με αντάλλαγμα τη συναίνεση της Ρωσίας στην ενοποίηση της Γερμανίας (1991-Two Plus Four Agreement). Σήμερα, η Μόσχα επιχειρεί να αποκαταστήσει ένα μέρος της παλιάς ζώνης επιρροής της με τη βία, πραγματοποιώντας εισβολή στην Ουκρανίας ακολουθώντας το moto που υπήρχε πάνω στα κανόνια του «βασιλιά Ήλιου» της Γαλλίας Λουδοβίκου 14ου (1643- 1715) «ultima ratio regnum -το τελευταίο επιχείρημα του βασιλέως».
Μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, στην οποία η Ρωσία έχει θέση, δεν θα πρέπει να βασίζεται στην αντίληψη των ζωνών επιρροής και στην παραδοχή ότι η δύναμη του ισχυρότερου πάντα επιβάλλεται. Συνεπώς, η Μόσχα δεν δικαιούται, να απαιτεί η Ουκρανία να καταστεί ένα υποταγμένο σ’ αυτήν κράτος, προκειμένου αυτή να αισθάνεται «ασφαλής». Θα πρέπει, τέλος, η αδρανούσα γενικά ΕΕ -παρόλο που αντέδρασε τις τελευταίες ημέρες με πυγμή- να αυξήσει την αποτρεπτική της ικανότητα στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ/ΕΠΑΑ με ταχύ ρυθμό και παράλληλα η ευρωατλαντική κοινότητα να ενισχυθεί περαιτέρω.
* Ο Χαράλαμπος Τσαρδανίδης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Δντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων