Του Δρ. Ανδρέα Ηλιόπουλου*
Η Πολιτική Προστασία έχει ως αποστολή τη μελέτη, το σχεδιασμό, την οργάνωση και το συντονισμό της δράσης για την πρόληψη και αντιμετώπιση των φυσικών, τεχνολογικών και λοιπών καταστροφών ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, καθώς και την ενημέρωση του κοινού για τα ζητήματα αυτά.
Βασικό σχέδιο ενεργείας της Πολιτικής Προστασίας είναι το σχέδιο ‘’Ξενοκράτης’’, του οποίου σκοπός είναι η διαμόρφωση ενός συστήματος αποτελεσματικής αντιμετώπισης καταστροφικών φαινομένων για την προστασία της ζωής, της υγείας και της περιουσίας των πολιτών, καθώς και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Καταστροφή νοείται κάθε ταχείας ή βραδείας εξέλιξης φυσικό φαινόμενο ή τεχνολογικό συμβάν στο χερσαίο, θαλάσσιο και εναέριο χώρο, το οποίο προκαλεί εκτεταμένες δυσμενείς επιπτώσεις στον άνθρωπο, καθώς και στο ανθρωπογενές ή φυσικό περιβάλλον.
Η χώρα μας, έχει συστήσει την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, μια υπηρεσία, να προστατεύσει την ζωή και την περιουσία των πολιτών αλλά και τον εθνικό πλούτο από κάθε μορφής καταστροφές. Σεισμοί, λιμοί καταποντισμοί, πυρκαΐές, ναυάγια, πλημμύρες, επιδημίες, και ότι άλλο μπορεί να γίνει αιτία καταστροφής.
Από όλες τις παραπάνω καταστροφές και μόνο από τις πυρκαΐές, την τελευταία εικοσαετία η χώρα μας έχει υποστεί απώλειες σε έμψυχο δυναμικό που πλησιάζει τούς εκατόν ογδόντα 180 νεκρούς και αποτέφρωση εκατομμυρίων στρεμμάτων γης.
Η αποτελεσματικότητα της ζωτικής αυτής υπηρεσίας όπως και όλος ο κρατικός μηχανισμός δοκιμάστηκε σε υπερθετικό βαθμό στις πυρκαΐές του Αυγούστου 2007, με την απώλεια 78 συνανθρώπων μας, και την αποτέφρωση 2.700.000 στρεμμάτων, το 2018 στο Μάτι με την απώλεια 102 συνανθρώπων μας και το 2021 με τις πυρκαΐές να αποτεφρώνουν 1.700.000 στρέμματα. Το 2021 ολόκληρες περιφέρειες αποτεφρώθηκαν, ευτυχώς χωρίς απώλειες ανθρωπίνων ζωών, ο δε κρατικός μηχανισμός δεν ήταν σε θέση να δείξει την επαρκή προετοιμασία, αρτιότητα των μέσων και ετοιμότητα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση ενός τέτοιας έκτασης φαινομένου σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις των καταστροφικών πυρκαΐών.
Το 2018 μετά τον όλεθρο στο Μάτι, με απόφαση της πολιτείας, ο Διευθυντής του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών (Global Fire Monitoring Center – GFMC), καθηγητής Dr. Johann Georg Goldammer, ετέθει επικεφαλής μιας Ανεξάρτητης Επιτροπής με σκοπό να αναλυθούν τα βαθύτερα αίτια του διαρκώς εντεινόμενου προβλήματος των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου που πλήττουν τον φυσικό πλούτο της χώρας και οδηγούν σε πυρκαγιές μεγάλης κλίμακας με έντονη συμπεριφορά και τραγικά αποτελέσματα.
Στην 40χρονη πορεία μου ως στρατιωτικός ενεπλάκην πολλές φορές σε δασικές πυρκαΐές τόσο στην πρόληψη και την αντιπυρική προστασία όσο και στην καταστολή - κατάσβεση των εν λόγω πυρκαΐών και μου δημιουργήθηκε η απορία τι τέλος πάντων κατέγραφε αυτή η έκθεση που δεν γνωρίζαμε και γιατί μέχρι τώρα μετά από τρία χρόνια ολιγωρούμε και δεν την αξιοποιούμε.
‘’Η Ανεξάρτητη Επιτροπή που συνέταξε την έκθεση, συνέλεξε απόψεις από 73 ανεξάρτητους ειδικούς, εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες με πολύχρονη εμπειρία και επιστημονική εξειδίκευση σε θέματα πυρκαγιών δασών και υπαίθρου, ενώ πραγματοποίησε συναντήσεις με 28 συνολικά φορείς που συμμετέχουν στη διαχείριση των πυρκαγιών και δραστηριοποιούνται στον τομέα των δασών, της γεωργίας, της πολιτικής προστασίας, της δημόσιας υγείας, της δημόσιας ασφάλειας, του αγροτικού και του περιαστικού σχεδιασμού. Επίσης προσπάθησε να συλλέξει δεδομένα και ποσοτικές πληροφορίες από υπηρεσίες, αρχές και οργανισμούς, σχετικά με σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τις πυρκαγιές, για τη βέλτιστη και αντικειμενική περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης.’’ Κατέληξε σε μια έκθεση 160 σελίδων που αναφορά της γινόταν κάθε βράδυ στις ειδήσεις των ΜΜΕ κατά τις καταστροφικές πυρκαΐές του Αυγούστου 2021 περισσότερο για την επίρριψη ευθυνών στο πολιτικό σύστημα με αλληλοκατηγορίες περί ικανότητας και ανικανότητας της κρατικής μηχανής.
“Οι πυρκαγιές αποτελούν διαχρονικά το σημαντικότερο πρόβλημα των Ελληνικών δασών και ιδίως κατά την τελευταία τριακονταετία είναι το κύριο αντικείμενο της δασικής και πυροσβεστικής υπηρεσίας, τουλάχιστον από πλευράς δημοσιονομικών δαπανών. Οι πυρκαγιές δασών και υπαίθρου τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς συνθέτουν ένα περίπλοκο, διαρκές και συνεχώς επιδεινούμενο κοινωνικό, περιβαλλοντικό και οικονομικό πρόβλημα που αποδίδεται στις αλλαγές των κοινωνικοοικονομικών και κλιματολογικών συνθηκών, στις ανθρώπινες δραστηριότητες, στην έλλειψη κατάλληλων θεσμικών μέτρων, στον ανεπαρκή και παλαιωμένο εξοπλισμό και την αναποτελεσματική οργάνωση των δασοπυροσβεστικών δυνάμεων, καθώς και σε συνδυασμούς των παραπάνω παραγόντων. ’’
‘’Οι αδυναμίες στο κομμάτι της αποτελεσματικής πρόληψης, σύμφωνα με την έκθεση του Δρ Γκολταμμέρ μπορούν να αποδοθούν:
Στην έλλειψη ενιαίου και κοινού σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας.
Στην απουσία εγκεκριμένων και τεκμηριωμένων τοπικών αντιπυρικών σχεδίων.
Στα κενά και τη μειωμένη αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων για το πυρικό ιστορικό που μπορεί να καθοδηγήσουν τις δράσεις πρόληψης.
Στη δυσκολία να υιοθετηθεί η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων και επιστημονικών μεθόδων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό.
Στην άναρχη και απρογραμμάτιστη δόμηση δασικών εκτάσεων και τη
δημιουργία ζωνών μείξης δασών- οικισμών γύρω από μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα.
Την περιστασιακή ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών και την αναποτελεσματική οργάνωση του εθελοντισμού.
Στη μεγάλη δυσαρμονία των κονδυλίων που διατίθενται για την πρόληψη, σε σχέση με τα πολλαπλάσια κονδύλια που δαπανώνται για την καταστολή των πυρκαγιών.
Διατίθενται δυσανάλογα τεράστια ποσά για την καταστολή και πολύ λιγότερα για την πρόληψη.
Όσον αφορά την καταστολή, τα αυξανόμενα κονδύλια της τελευταίας εικοσαετίας δεν οδήγησαν σε αντίστοιχη αύξηση στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του μηχανισμού. Τα επί μέρους προβλήματα αφορούν τόσο τις δυνάμεις και τα μέσα (επίγεια, εναέρια), όσο και τον τρόπο συνεργασίας των φορέων μεταξύ τους.
Τόσο το θεσμικό πλαίσιο, όσο και η εφαρμογή στην πράξη της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα, είναι οι κύριοι λόγοι για την αναποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος ‘’
“Στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών συμμετέχουν σαράντα πέντε (45) συναρμόδιοι φορείς που πρέπει να συντονιστούν σε ένα κοινό πλαίσιο. Ο συντονισμός της πρόληψης θα έπρεπε να ασκείται σύμφωνα με το Ν.2612/1998 από τη Δασική Υπηρεσία κάτι το οποίο λόγω νομικού κενού (μη ενεργοποίηση του άρθρου 100 του Ν.4249/2014) δε γίνεται.
Για την καταστολή των πυρκαγιών πρέπει να συνεργαστούν δεκαεπτά (17) φορείς, που ανήκουν σε έξι (6) Υπουργεία, προκειμένου να ασκήσουν έντεκα (11) διαφορετικές αρμοδιότητες.’’
Στην Ελλάδα η εξάρτηση του συστήματος πυρόσβεσης πυρκαγιών δασών και υπαίθρου από τα εναέρια μέσα είναι σχεδόν αποκλειστικότητα με τα αποτελέσματα των πυρκαΐών του Αυγούστου 2021 να το επιβεβαιώνουν.
Από την έλευση των πρώτων Canadair CL-215 την δεκαετία του 1980 φάνηκε η αποτελεσματικότητα της εναέριας επέμβασης στην καταστολή και κατάσβεση δασικών πυρκαΐών. Σε ελάχιστο χρόνο σε σχέση με την επέμβαση των πυροσβεστικών οχημάτων υπήρχε αποφασιστικό αποτέλεσμα ειδικά σε δύσβατες και απρόσιτες περιοχές. Αυτή η ευεργετική δυνατότητα που η τεχνολογία της εποχής μας προσέφερε και σε συνδυασμό με τις επίγειες δυνάμεις της πυροσβεστικής και δασικής υπηρεσίας να μας καταστήσει πιο αποτελεσματικούς έφερε αντίθετα αποτελέσματα και με την πάροδο του χρόνου οι αρμόδιοι φορείς και υπηρεσίες επαφίοντο για την κατάσβεση των πυρκαΐών στα εναέρια μέσα και σιγά σιγά απαξιώθηκαν τα επίγεια μέσα.
Καταργήθηκε η δασική Υπηρεσία και συμφέροντα και ευκαιρίες πλουτισμού εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος έγιναν προτεραιότητες της πολιτείας. Σταμάτησε να γίνεται ο προκατασταλτικός (αντιπυρικός) σχεδιασμός που βασιζόταν στην ανάλυση της απειλής, και το βασικό σχέδιο της Πολιτικής προστασίας ‘’ ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ’’ που συντόνιζε όλες τις υπηρεσίες με τα τμήματα Πολιτικής Προστασίας στις κατά τόπους νομαρχίες σιγά σιγά καταργήθηκε.
Η ανάγκη μας ανάγκασε να προμηθευτούμε και άλλα Canadair CL 415, περισσότερο σύγχρονα από τα προηγούμενα (είχαν και Air Codition) και να εξαρτώμεθα όλο και περισσότερο από τα εναέρια μέσα.
Μπήκαν στο παιχνίδι και τα Chinook με το πυροσβεστικό κάδο, προσαρμόσαμε και σε ένα C-130 σύστημα αεροπυρόσβεσης και θεωρήσαμε ότι λύσαμε το πρόβλημά μας.
Όλοι οι επί τόπου προστρέχοντες στον τόπο της πυρκαΐάς, υπεύθυνοι και μη, με τον ασύρματο αρχικά στο χέρι μέχρι που να εμφανιστεί το κινητό τηλέφωνο, και με το κινητό στην συνέχεια, στο χέρι, συνοδευόμενοι από τις κραυγές αγωνίας των ρεπόρτερ των ΜΜΕ, ζητάνε να έλθουν άμεσα τα εναέρια μέσα….. Τα εναέρια πυροσβεστικά μέσα έχουν και αυτά περιορισμούς και δεν είναι πάντα άμεσα διαθέσιμα, που είναι η κρίσιμη απαίτηση για τον περιορισμό της πυρκαΐάς και κατάσβεση.
Τα εναέρια μέσα δρουν αποφασιστικά και έγκαιρα όπου απαιτείται σε περίπτωση ανάγκης, είναι οι Ειδικές Δυνάμεις της Δασοπυρόσβεσης , δεν είναι οι λαντζέρηδες των ανεπαρκών υπευθύνων για το έργο της καταστολής και κατάσβεσης της Πυρκαΐάς. Τα υπάρχοντα πτητικά μέσα στην Ελλάδα είναι πεπαλαιωμένα και πετούν μόνο και μόνο χάρη στην αυτοθυσία των ηρωικών πληρωμάτων της ΠΑ και των μηχανικών που τα συντηρούν. Δεν θα πετάνε για πολύ ακόμα και η προμήθεια νέων εκτός του ότι είναι κοστοβόρα και σχεδόν απαγορευτική εκτιμάται ότι δεν θα προσφέρει ουσιαστική συνδρομή στην καταστολή και κατάσβεση των πυρκαΐών, καθόσον δεν είναι αποδοτική (Cost effective). Πλην της προσωπικής εκτιμήσεως για τα εναέρια μέσα είναι και διαπίστωση της εκθεσης του Dr. Goldamμer που θα πρέπει να τύχει διακομματικής υποστήριξης εφόσον υπάρχει ειλικρινής διάθεση αντιμετώπισης του προβλήματος.
Αυτά και πολλά άλλα γράφει η έκθεση της επιτροπής για τις προοπτικές διαχείρισης πυρκαΐών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα και κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να την βρει στο διαδίκτυο και να ενημερωθεί.
Τελευταίες ενδείξεις των δορυφόρων κατέδειξαν την ευθύτητα του γυαλού και εκ των πραγμάτων θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού την κατεύθυνση του αρμενίσματος που ακολουθούμε.....
*Ο Δρ. Ανδρέας Ηλιόπουλος είναι Αντγος ε.α, επίτιμος Διοικητής της ΑΣΔΕΝ PhD in European International and Αrea Studies και ιδρυτικό μέλος του Παρατηρητηρίου Ευρω-Μεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας