Στην εξέλιξη του προγράμματος εμβολιασμών που προχώρα ικανοποιητικά με μεμονωμένα προβλήματα σε ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες, ο ιός αντεπιτίθεται με μεταλλάξεις οι οποίες συμβαίνουν πάντα μέσα στον ξενιστή δηλαδή μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό, αλλάζοντας τα δεδομένα ενός υγειονομικού πολέμου.
Από την επιτροπή των εμπειρογνωμόνων του υπουργείου υγείας ο αναπληρωτής καθηγητής επιδημιολογίας ΕΚΠΑ Δημήτρης Παρασκευής εξηγεί ότι από όλες τις μεταλλάξεις που έχουν εμφανιστεί και από αυτές που κυκλοφορούν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα η πιο επικίνδυνη - με υγειονομικούς όρους - είναι η νοτιοαφρικανική.
Επίσης οι ειδικοί προβληματίζονται για το στέλεχος Δ, την ινδική μετάλλαξη, η οποία έχει φανεί αρκετά μεταδοτικότερη από το αρχικό στέλεχος και από το βρετανικό στέλεχος που εξαρχής «έδειξε τα δόντια του» όντας πιο μεταδοτικό και πιο επικίνδυνο για τα παιδιά σε σχέση με το στέλεχος της Wuhan.
Το ECDC έχει φτιάξει έναν πίνακα σύμφωνα με τον οποίο κάποιες μεταλλάξεις θεωρούνται «στελέχη ανησυχίας» ενώ κάποιες άλλες «στελέχη ενδιαφέροντος» και έχει κατατάξει στον πρώτο πίνακα εκείνες τις μεταλλάξεις που εκτός από υψηλή μολυσματικότητα διαθέτουν και χαρακτηριστικά ανοσιακής διαφυγής, δηλαδή μπορεί να μολυνθεί ένας άνθρωπος αν έρθει σε επαφή μαζί τους ενώ έχει ήδη νοσήσει με κορονοϊό.
Στον πίνακα αυτό συμπεριλαμβάνεται το βρετανικό στέλεχος, το νοτιοαφρικανικό, το ινδικό και το βραζιλιάνικο του οποίου κρούσματα αναγνωρίστηκαν το τελευταίο διάστημα και στη χώρα μας, επιβεβαιώνοντας την πάγια άποψη των ειδικών ότι «στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης δεν μπορείς να πεις ποτέ ότι είσαι πολύ μακριά από μία περιοχή για να φτάσει σε σένα ένα κρούσμα…».
Ένα τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα που αξιολογεί το ευρωπαϊκό κέντρο πρόληψης και ελέγχου των λοιμωδών νοσημάτων (ECDC) για να συμπεριλάβει μια μετάλλαξη στον πίνακα των «στελεχών ανησυχίας» είναι η δυνατότητα της μετάλλαξης να διαφεύγει του μοριακού ελέγχου (PCR). Αυτό το ενδεχόμενο προβληματίζει τους ειδικούς αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει φανεί να αφορά καμιά από τις υπάρχουσες μεταλλάξεις, όπως εξηγεί ο καθηγητής Δημήτρης Παρασκευής.
Με αφορμή τις καταγραφές των πρώτων κρουσμάτων της βραζιλιάνικης μετάλλαξης στην Ελλάδα ο αναπληρωτής καθηγητής εξηγεί ότι η εμπειρία δείχνει πως τα περισσότερα εμβόλια «δουλεύουν» στα υπάρχοντα στελέχη και πως αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι μειώνεται λίγο η παραγωγή των εξουδετερωτικών αντισωμάτων.
Ωστόσο, επειδή ο εμβολιασμός επάγει και άλλες μεθόδους προστασίας όπως είναι για παράδειγμα η κυτταρική ανοσία μέσω της ενεργοποίησης των Τ λεμφοκυττάρων, δεν καθίσταται σε καμία περίπτωση άχρηστο ένα εμβόλιο επειδή προέκυψαν στην πορεία μεταλλάξεις του ιού.
Από τη μεριά της η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου εξηγεί ότι η πρακτική που ακολούθησε η Αγγλία να κάνουν με το διαθέσιμο εμβόλιο -το Astra Zeneca- όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι την πρώτη δόση και να καθυστερήσει η δεύτερη δόση, φάνηκε εκ του αποτελέσματος ότι ενέχει κινδύνους.
Και αυτό γιατί οι Άγγλοι έμειναν κατά το ήμισυ εμβολιασμένοι, με ανεπαρκή προστασία από το εμβόλιο, με αποτέλεσμα η μεγάλη διασπορά του στελέχους Δ - της ινδικής μετάλλαξης - να ανατρέψει την επιδημιολογική εικόνα και να προκαλέσει νέες εξάρσεις.
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα των mRNA εμβολίων είναι πως επειδή ακριβώς κατασκευάζονται σε πλατφόρμα με τις βάσεις του DNA ως συστατικά της «συνταγής» μπορεί εύκολα να τροποποιηθεί στην πλατφόρμα η «συνταγή» ώστε να βγει ένα βελτιωμένης γενιάς εμβόλιο που θα «πιάνει» περισσότερες μεταλλάξεις.
Mάλιστα, οι ειδικοί καταλήγουν στο αισιόδοξο συμπέρασμα ότι μπορούμε κατά κάποιον τρόπο να προβλέψουμε και το γονιδιακό υλικό των νέων μεταλλάξεων αφού μέχρι τώρα η ιστορία μας έχει δείξει ότι τα νέα στελέχη αποτελούν γονιδιακούς συνδυασμούς των προϋπαρχόντων.
Έτσι λοιπόν μπορούμε στην πλατφόρμα να φτιάξουμε μέσα σε δύο με τρεις μήνες ένα βελτιωμένο εμβόλιο που θα πιάνει και τις μεταλλάξεις οι οποίες φοβόμαστε ότι θα έρθουν. Όλα αυτά είναι εφικτά χάρη στην τεχνολογία που χρειάστηκε περίπου μία δεκαετία να δημιουργηθεί είναι μία τεχνολογία που στόχευε στον ιό Mers και στον Έμπολα και ήταν έτοιμη στα εργαστήρια όταν ξέσπασε η πανδημία, γι’ αυτό και σήμερα έχουμε την τύχη να έχουμε στα χέρια μας ένα εμβόλιο γιατί η τεχνολογία που οδήγησε στη δημιουργία του ήταν ήδη ολοκληρωμένη.