Στο υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 28, μετά την Ιταλία και την Πορτογαλία, διαμορφώθηκε η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα στο τέλος του 2016, στο 17,4% του ΑΕΠ, αναφέρει η Eurobank, σε ειδική μελέτη με τίτλο «Δαπάνη για συντάξεις και κοινωνική προστασία: Πώς συγκρίνεται η Ελλάδα με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.». Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλή σχετικά με το τρέχον ονομαστικό επίπεδο του εγχώριου προϊόντος. Στο ίδιο πνεύμα, η μέση σύνταξη ως ποσοστό του μέσου μισθού στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά υψηλότερη συγκριτικά με εκείνη της Γερμανίας (65% έναντι 39%), σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (ΔΝΤ, Φεβ. 2017).
Επιπρόσθετα, παρόλο που στην Ελλάδα η συνταξιοδοτική δαπάνη σε ονομαστικούς όρους μειώθηκε σημαντικά (-9,1%) την περίοδο 2010-2014 (πλέον πρόσφατα στοιχεία), άλλες χώρες της Ε.Ε. που αντιμετώπισαν μικρότερη δημοσιονομική πίεση επίσης εφάρμοσαν μειώσεις στις ονομαστικές συντάξεις την ίδια περίοδο (Τσεχία: -0,7%, Ολλανδία -2,6% και Ουγγαρία: -10,8%).
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλότερα από τους αντίστοιχους μέσους της Ε.E. όσον αφορά τη μέση ονομαστική μηνιαία σύνταξη, δηλαδή, για τους άνδρες: €954 έναντι €1.530 στην Ε.Ε. των 27 και για τις γυναίκες: €738 έναντι €915 στην Ε.Ε. των 27 (βλέπε σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διασφάλιση επαρκών συντάξεων στις μελλοντικές γενιές συνταξιούχων «Pension Adequacy Report” Τόμος 1, 2015).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα προαναφερθέντα στοιχεία αντιστοιχούν στο έτος 2012, Έκτοτε οι συντάξεις στην Ελλάδα έχουν υποστεί περαιτέρω μειώσεις. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα οικονομικά στοιχεία (βάση δεδομένων Ήλιος) η μέση μηνιαία σύνταξη στην Ελλάδα ήταν €893 τον Ιούλιο 2015, με την πλειοψηφία των συνταξιούχων (περίπου 83%) να λαμβάνουν μηνιαία σύνταξη χαμηλότερη από €1.500 (περίπου 59% λαμβάνουν μηναία σύνταξη μεταξύ €500-€1.000).
Επιπλέον, η συνολική δαπάνη κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα (παροχές σε χρήμα και παροχές σε είδος για ηλικιωμένους, επιζώντες και συντάξεις αναπηρίας καθώς επίσης για υγειονομική περίθαλψη, ενίσχυση οικογενειών, ανεργία, στέγαση και άλλες κρίσιμες κοινωνικές υπηρεσίες) παραμένει σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μέσους της Ε.Ε. των 28 και της Ευρωζώνης, ακόμα και αν μετράται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται στην ασθενή κάλυψη που παρέχει το κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα και αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι συντάξεις στηρίζουν το οικογενειακό εισόδημα και άλλες κρίσιμες κοινωνικές ανάγκες (π.χ. για υγεία, στέγαση, στήριξη άνεργων μελών της οικογένειας) την περίοδο της κρίσης.
Όσον αφορά τις κοινωνικές επιπτώσεις της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης, σχετικές μετρήσεις δείχνουν ότι έχει ήδη λάβει μεγάλες διαστάσεις, αν και ο πληθυσμός της χώρας σε ηλικία εργασίας φαίνεται να έχει πληγεί σφοδρότερα από τους συνταξιούχους. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό του εγχώριου πληθυσμού που ζει με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού, ήταν το 4ο υψηλότερο στην Ε.Ε. των 28 το 2015 μετά την ΠΓΔΜ (στη χειρότερη θέση), τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας έχει πράγματι μειωθεί από το 2011, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ατόμων που ανήκουν σε νεότερες ηλικιακές ομάδες έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Εντούτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι η φτώχεια συνήθως μετράται σε σχετικούς όρους δηλαδή, σε σύγκριση με ένα μέτρο ίσο με το μέσο εισόδημα ενός αντιπροσωπευτικού ατόμου. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη ότι το όριο της φτώχειας για ένα άτομο μειώθηκε σημαντικά από το 2009, το αντίστοιχο ποσοστό για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερο από αυτό που υποδηλώνουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.