Εκρηκτική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας που θα αποτυπωθεί με αύξηση του ΑΕΠ κατά 8% αναμένει για το 2021 η Capital Economics στις νέες προβλέψεις της, ενώ η ανάκαμψη θα συνεχιστεί και για την επόμενη διετία αν και με μικρότερους ρυθμούς στο 2% το 2022 και στο 1,3% το 2023.
Ειδικότερα, σε νέα της έκθεση η Capital Economics επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία έχει πληγεί εξαιρετικά έντονα από την πανδημία, αλλά όχι τόσο όσο η ισπανική ή η πορτογαλική.
Όπως αναφέρει η έκθεση, η Ελλάδα πλέον βλέπει μια ισχυρή ανάκαμψη: Αφού κατέγραψε ήδη αύξηση 4,4% στο ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο οικονομία της αναμένεται να επεκταθεί περαιτέρω το καλοκαίρι.
Σύμφωνα με την Capital, η ελληνική οικονομία δεν πιθανό να ανακτήσει τα προ πανδημίας επίπεδα φέτος, καθώς η τουριστική περίοδος θα είναι αδύναμη, ωστόσο η συνεχής υποστήριξη της ΕΚΤ θα διατηρήσει χαμηλά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Συγκεκριμένα, ο οίκος αναμένει αποδόσεις 0,75%, 1% και 1,25% για τον ελληνικό δεκαετές ομόλογο την περίοδο 2021-2023.
Στα σημεία που υπογραμμίζει η έκθεση είναι η ισχυρή αύξηση που κατέγραψαν οι λιανικές πωλήσεις τον Απρίλιο κατά 10%, επιστρέφοντας περίπου σε προ πανδημίας επίπεδα, ενώ ανάκαμψη παρουσίασε και ο βιομηχανικός κλάδος.
Την ίδια ώρα πάντως, επισημαίνει ότι οι επιδόσεις του τουρισμού είναι ακόμη πολύ χαμηλές. Οι αφίξεις επιβατών στο αεροδρόμιο της Αθήνας αυξήθηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο, αλλά μόνο στο 40% περίπου των επιπέδων του 2019.
Ως εκ τούτου ο οίκος προβλέπει την πλήρη ανάκαμψη του τουρισμού στην Ελλάδα το επόμενο έτος, υπό την προϋπόθεση ότι η πανδημία θα έχει τεθεί υπό έλεγχο, αν και σημειώνει ότι την απότομη αύξηση του αριθμού των νέων κρουσμάτων στη χώρα τις τελευταίες δύο εβδομάδες.
Σχετικά με το ελληνικό χρέος, η έκθεση βλέπει την αναλογία του προς το ΑΕΠ να υποχωρεί κάτω από το όριο του 200% φέτος, ενώ στη συνέχει θα κινηθεί στο 198% το 2022 και στο 195% το 2023. Αντίστοιχα, η ανεργία θα μειωθεί στο 16,3% φέτος και σταδιακά στο 14,8% το 2023.
Επιπλέον, η Capital Economics σημειώνει ότι η Ελλάδα είναι ένας από τους μεγαλύτερους κερδισμένους των επιχορηγήσεων της ΕΕ, αλλά εφιστά την προσοχή καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αποτύχει στο παρελθόν αξιοποιήσουν πλήρως τα κονδύλια που διατέθηκαν από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, λόγω αργών ρυθμών υλοποίησης έργων.