Το στίγμα ότι αφήνουμε πίσω μας τις πληγές της πανδημίας και επιστρέφουμε στην κανονικότητα, ανακτώντας τις απώλειες της κρίσης, στέλνει το προσχέδιο του προϋπολογισμού, με αστερίσκους την συνέχιση της πανδημίας και το ενεργειακό ράλι. Ανάπτυξη 4,5%, μείωση της ανεργίας στο 14,2%, υποχώρηση του δημοσίου χρέους στο 190,4% και κυρίως ΑΕΠ που θα ξεπεράσει τα επίπεδα του 2019, δίνουν το τόνο. Από 183,41 δισ. ευρώ το 2019, του χρόνου το ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει τα 186,497 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μια μικρή μεν, ωστόσο σημαντική αύξηση 1,7%.
Καύσιμα για την συνέχιση της ανοδικής τροχιάς, οι προβλέψεις για αύξηση των επενδύσεων κατά 23,4%, επίδοση από τις μεγαλύτερες των τελευταίων ετών, ο αμείωτος ρυθμός ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης (2,9% ετησίως), και η περαιτέρω ανάκαμψη τουρισμού και εξαγωγών.
Καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, του οποίου τα έργα και οι μεταρρυθμίσεις αναμένεται να συμβάλουν εντός του 2022 με επιπλέον 2,9 μονάδες του ΑΕΠ, χωρίς σε αυτές να συμπεριλαμβάνονται και τα ιδιωτικά κεφάλαια που θα συμπαρασύρουν.
Στους αστερίσκους, η συνέχιση της πανδημίας και το άλμα των διεθνών ενεργειακών τιμών με το οικονομικό επιτελείο να εκτιμά ως μέση τιμή πετρελαίου τα 68,3 δολάρια το βαρέλι, έναντι 68,7 δολάρια φέτος και 43,4 δολαρίων πέρυσι.
Ακόμη μεγαλύτερο προβληματισμό προκαλεί στο οικονομικό επιτελείο, το ράλι των τιμών στο φυσικό αέριο, του βασικού δηλαδή καυσίμου για την ελληνική βιομηχανία, που προκαλεί ήδη ανατιμήσεις από 20% έως 40% σε βασικές πρώτες ύλες, με την ενεργειακή κρίση να αποτελεί βασικό θέμα στο σημερινό Eurogroup.
Το αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ ανόδου των ενεργειακών τιμών που βιώνει η Ευρώπη, επηρεάζει πλέον για τα καλά τη δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών. Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η επάρκεια φυσικού αερίου και συνολικότερα το ενεργειακό κόστος, ζήτημα που απασχολεί τη σημερινή συνάντηση των 27 ΥΠΟΙΚ στο Eurogroup, με τον υπ. Οικονομικών Χρ.Σταικούρα να θέτει το θέμα, χωρίς ωστόσο να αναμένονται αποφάσεις.
Εξωτερικοί κίνδυνοι
Στο προσχέδιο γίνεται εκτενής αναφορά στην απειλή που συνεπάγεται, κυρίως λόγω του ενεργειακού κόστους, η σταθεροποίηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα (που θα ανάγκαζε σε πρόωρη σύσφιξη της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής), καθώς επίσης στην συνέχιση της πανδημίας (εμφάνιση μεταλλάξεων και συνθηκών υψηλότερης μετάδοσης του ιού, διατήρηση εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού), καθώς επίσης στις γεωπολιτικές εντάσεις και μεταναστευτικές ροές στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Επιπρόσθετοι εξωγενείς κίνδυνοι για την ελληνική ανάκαμψη διαμορφώνονται δυνητικά από τον κλιματικό παράγοντα. Η όλο και συχνότερη επέλαση φυσικών καταστροφών επιδρά αρνητικά στην ελληνική οικονομία τόσο βραχυπρόθεσμα (όπως το οικονομικό και δημοσιονομικό κόστος των πυρκαγιών του Αυγούστου 2021), όσο και μακροπρόθεσμα, σε όρους διατηρησιμότητας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και δυνατοτήτων ανάπτυξης του τουριστικού προϊόντος.
Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του κινδύνου, τον Σεπτέμβριο του 2021 συστάθηκε αυτόνομο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας με αποστολή τη διαχείριση φυσικών καταστροφών και κρίσεων και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Από το 2022 έως το 2025, ο σχετικός πολιτικός σχεδιασμός προσανατολίζεται στη διαμόρφωση ενός δικτύου πρόληψης και άμεσης αντίδρασης σε φυσικές καταστροφές, με κάλυψη μέρους της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ.
Ανάπτυξη, ανεργία, έλλειμμα
Κοινός πάντως παρονομαστής των μεγεθών του προσχεδίου του προϋπολογισμού είναι ότι μέχρι τα τέλη του 2022, όλες οι συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης προβλέπεται να ανέρχονται σε επίπεδο υψηλότερο του προ πανδημίας, με την τάση όμως στις εισαγωγές αγαθών να μετριάζει το καθαρό όφελος σε όρους όγκου παραγόμενου προϊόντος.
Στα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού ξεχωρίζουν η μείωση του ποσοστού ανεργίας, από 16,8% τον Ιούλιο του 2020, σε 14,2% τον Ιούλιο του 2021. Tο πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης που αναμένεται να διαμορφωθεί σε 7,4% του ΑΕΠ τo 2021, εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σε 1,1% του ΑΕΠ το 2022, με επαναφορά σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023.
Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 386,3 δισ. ευρώ ή 218,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 374 δισ. ευρώ ή 225,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2020. Το 2022 το χρέος προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 391,2 δισ. ευρώ ή 209,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση 8,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021.