Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων και οι υπόλοιπες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως η χαμηλή κερδοφορία, αναθερμαίνουν τη συζήτηση για την εφαρμογή και τις προεκτάσεις του bail-in. Σε ανώτερο εποπτικό επίπεδο εκτιμάται ότι μέσα στα επόμενα χρόνια ο αριθμός των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην Ευρωζώνη θα μειωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να επισημαίνεται ο κίνδυνος της υπερβολικής... εξάρτησης στον κανόνα του bail-in.
Ο βαθμός της συγκέντρωσης θα εξαρτηθεί αφενός από τις οικονομικές συνθήκες και αφετέρου από το μονοπάτι που θα επιλέξουν οι ρυθμιστικές αρχές για να... βγάλουν από τη μέση τις τράπεζες που «περισσεύουν». Άλλες τράπεζες θα κλείσουν και άλλες θα απορροφηθούν. Παράλληλα, ο διαχωρισμός των «βιώσιμων» τραπεζών από τις «μη βιώσιμες» θα αποτελέσει τον βασικό πυρήνα των ενεργειών που θα προετοιμάσουν το έδαφος για την τραπεζική ένωση στην Ευρώπη.
Το θέμα που απασχολεί περισσότερο τις αρχές είναι το πως θα αντιμετωπίζονται οι «too big to fail» τράπεζες, με την υποσημείωση ότι «πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει» μία τράπεζα μπορεί να είναι τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, αρκεί να χαρακτηρίζεται «συστημική».
Εντέλει, πόσο εφαρμόσιμος είναι ο κανόνας του bail-in και σε ποιες περιπτώσεις θα πρέπει να επιλέγεται; Μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις ή μήπως η σχετική οδηγία θα μείνει στη φαρέτρα των αρχών και θα χρησιμοποιηθεί σε «ειδικές» περιπτώσεις; Ήδη, στην Ιταλία προωθούνται άλλες λύσεις με την αιτιολογία ότι οι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων αγόρασαν τους εν λόγω τίτλους πριν τη δημιουργία του κανόνα, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι ο κοινωνικός αντίκτυπος θα είναι πολύ μεγάλος. Πόσω μάλλον αν το «κούρεμα» ομολόγων αποφασιζόταν να επιβληθεί στην αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου και τρίτη μεγαλύτερη της Ιταλίας.
Όπως αναφέρουν κοινοτικές πηγές στο liberal.gr, βασική επιδίωξη των ευρωπαϊκών αρχών είναι να αποφύγουν περιπτώσεις κατά τις οποίες θα αναγκαστούν να οδηγήσουν τράπεζες με υψηλά επίπεδα «κόκκινων» δανείων σε ανακεφαλαιοποίηση με bail-in. Αν και η... καμπάνα χτυπά για τις ιταλικές τράπεζες, η εξέλιξη αυτή έχει ενδιαφέρον για όλες τις χώρες του Νότου. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, όπου οι τράπεζες είναι τέσσερις και «συστημικές» ο κοινωνικός αντίκτυπος θα ήταν τεράστιος και το πλήγμα στην εμπιστοσύνη προς τις τράπεζες θανάσιμο.
Γι'' αυτόν ακριβώς το λόγο, έχουν παρουσιαστεί συγκεκριμένες προτάσεις για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού μηχανισμού που θα παίζει το ρόλο της bad bank. Όσο και αν η ιδέα θεωρείται χρήσιμη, η υλοποίησή της σκοντάφτει στο... αιώνιο θέμα του ποιος θα «βάλει τα λεφτά», ήτοι ποιος θα παράσχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις. Η πρόταση των Charles Goodhart και Αιμίλιου Αυγουλέα προβλέπει ως εγγυητή τον ESM. Ένα τέτοιο όχημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και να ενισχύσει τη ρευστότητα στην ευρωπαϊκή αγορά «κόκκινων» δανείων. Η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών θα απελευθερώσει κεφάλαια για την χρηματοδότηση της οικονομίας, ενώ ανάλογα «πειράματα» έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά, κυρίως στην Ασία αλλά και στις ΗΠΑ, με το TARP.
Μία ακόμη πρόταση είναι αυτή των Thorsten Beck και Christian Trebesch, η οποία χρησιμοποιεί τη συνολική αξιολόγηση του 2014 (αξιολόγηση ενεργητικού – stress tests) για να εντοπίσει τις αδύναμες τράπεζες, την αναδιάρθρωση ή την εκκαθάριση των οποίων θα αναλάβει ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Αναδιάρθρωσης. Οι αδύναμες τράπεζες θα διαχωριστούν σε βιώσιμες και μη βιώσιμες. Οι μη βιώσιμες θα οδηγηθούν σε ρευστοποίηση, ενώ οι βιώσιμες σε αναδιάρθρωση, κυρίως μέσω διάσπασης σε «καλή» και «κακή» τράπεζα. Όταν ολοκληρωθεί η εφαρμογή του bail-in, το Ταμείο θα παρέχει κεφάλαια στο καλό κομμάτι με αντάλλαγμα μετοχές.
Ένας βραχίονας του Ταμείου θα «τρέχει» την τράπεζα με σκοπό την πώλησή της στην καλύτερη δυνατή τιμή, αφού ολοκληρωθεί η αναδιάρθρωσή της. Ένας δεύτερος βραχίονας του Ταμείου θα αναλάμβανε τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των «κακών» τραπεζών. Στόχος της πρότασης είναι θα δοθεί λύση στο πρόβλημα του υπερβολικού αριθμού τραπεζών στην Ευρώπη. Παράλληλα, η αναδιάρθρωση ή το κλείσιμο των αδύναμων τραπεζών θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κακής διακυβέρνησης και των σχέσεων των τραπεζών με το πολιτικό σύστημα.
Τέλος, υπάρχει και η πρόταση του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA), Andrea Enria, η οποία έχει χαρακτηριστεί πολύ ενδιαφέρουσα και χρήσιμη από στελέχη του SSM και της ΕΚΤ, αλλά όχι «πανάκεια». Ο Enria προτείνει την ίδρυση μίας πανευρωπαϊκής εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων για να απορροφήσει τις πιέσεις από τα κόκκινα δάνεια. Οι τράπεζες θα μεταφέρουν τα «κόκκινα» δάνεια στην πανευρωπαϊκή bad bank, όμως δεν θα εγγράφουν άμεσα τις ζημιές , αλλά σε τρία χρόνια, αν η bad bank δεν έχει καταφέρει να πουλήσει τα δάνεια στην τιμή που αυτά είναι εγγεγραμμένα στα βιβλία των τραπεζών. Η συγκεκριμένη πρόταση θεωρείται ότι δίνει κίνητρα στις τράπεζες και εξανεμίζει τον κίνδυνο επιβάρυνσης των φορολογούμενων, ωστόσο εκτιμάται ότι καθυστερεί τη διαδικασία αναδιάρθρωσης του κλάδου, καθώς στην ουσία κερδίζει χρόνο.