Σωρευτική άνοδο του ΑΕΠ κατά περίπου 55 δισεκατομμύρια ευρώ ή 33% σε σχέση με τo ΑΕΠ του 2020 αναμένει στην εξαετία η ελληνική οικονομία με την επιπλέον συμβολή των έργων και των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στην παραπάνω εκτίμηση προχωρά ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με την οποία το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης μπορεί να αυξήσει σωρευτικά το ΑΕΠ κατά την περίοδο 2021-2026, κατά ποσό ίσο με περίπου το 1/3 του περυσινού.
Με άλλα λόγια, το ελληνικό ΑΕΠ από το επίπεδο των 165 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε το 2020 θα δεχθεί ώθηση από τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις του προγράμματος «Ελλάδα 2.0» κατά 55 δισ. ευρώ, και θα εκτιναχθεί στα 221 δισ. ευρώ στο τέλος του 2026. Το 2026, μάλιστα, η επίδραση του Σχεδίου Ανάκαμψης θα κορυφωθεί καθώς ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα δεχθεί ώθηση 7%.
Η αύξηση του πραγματικού Α.Ε.Π. διατηρείται και μακροπρόθεσμα λόγω της θετικής μόνιμης επίδρασης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η μόνιμη αύξηση του πραγματικού Α.Ε.Π. σε βάθος 20ετίας υπολογίζεται στις 6,5 μονάδες στο ΑΕΠ κάθε έτος, σε σχέση με το σενάριο βάσης.
Κατά την περίοδο 2021-2026, το σχέδιο αυξάνει τις ιδιωτικές επενδύσεις και την απασχόληση περισσότερο από 20% και περίπου 4% αντίστοιχα, με τα κέρδη απασχόλησης να αντιστοιχούν σε 180.000-200.000 νέες θέσεις εργασίας.
Στον σχετικό πίνακα που περιέχεται στη μελέτη της ΤτΕ καταγράφονται οι πρόσθετες ετήσιες μεταβολές του ΑΕΠ που θα υπάρχουν κάθε έτος μέσω της συμβολής των έργων και των μεταρρυθμίσεων του Ελλάδα 2.0. Για παράδειγμα το 2021 που η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται στο 4,2% ένα μεγάλο μέρος της μεταβολής θα προέλθει από τη συμβολή του Ταμείου.
Οι θέσεις αυτές διατηρούνται μακροπρόθεσμα, δηλαδή είναι μόνιμες, όπως επίσης μόνιμη αύξηση καταγράφεται και στο επίπεδο της ιδιωτικής επένδυσης. Η εφαρμογή του σχεδίου αυξάνει το λόγο των φορολογικών εσόδων προς το Α.Ε.Π. κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες, δημιουργώντας έτσι δημοσιονομικό χώρο που επιτρέπει τη μείωση των φόρων ή/και την αύξηση των δημόσιων δαπανών, κάτι που μπορεί να δώσει περαιτέρω ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα.
Μέρος της μελέτης που πραγματοποίησε η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιήθηκε σήμερα στην αναλυτική παρουσίαση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης 2.0 που κατέθεσε στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης.
Πιο αναλυτικά, προβλέπεται θετική συμβολή στον ρυθμό ανάπτυξης του Α.Ε.Π. κατά περίπου 1,15 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο για την περίοδο 2021-2026. Δηλαδή, το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να επιταχύνει τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης του πραγματικού Α.Ε.Π. κατά 1,15 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το σενάριο βάσης, το οποίο ορίζεται ως η κατάσταση της οικονομίας χωρίς την εφαρμογή του Σχεδίου.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξάνονται κατά περίπου 20% το 2026 και η απασχόληση κατά 4%. Αυτό μεταφράζεται σε δημιουργία 180 έως 200 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας έως το 2026, επιπλέον του σεναρίου βάσης.
Ταυτόχρονα, η φορολογική βάση διευρύνεται οδηγώντας σε άνοδο του λόγου φορολογικών εσόδων προς Α.Ε.Π. κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2026. Ως αποτέλεσμα, βελτιώνεται το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης, δημιουργώντας έτσι επιπρόσθετο δημοσιονομικό χώρο.
Η οικονομική επέκταση χρηματοδοτούμενη από επιχορηγήσεις και δάνεια αυξάνει το επίπεδο του πραγματικού Α.Ε.Π. κατά περίπου 4,3% το 2026 και συμβάλλει σε επιπλέον ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού Α.Ε.Π. κατά περίπου 0,7 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε έτος την περίοδο 2021-2026.
Η επέκταση χρηματοδοτούμενη από δάνεια, που διοχετεύονται προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, οδηγεί σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά περίπου 20% έως το 2026.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνεισφέρουν επιπλέον στον ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού Α.Ε.Π. 0,45 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο την περίοδο 2021- 2026. Σε αντίθεση με την τελικά παροδική οικονομική επέκταση που χρηματοδοτείται από επιχορηγήσεις και δάνεια, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε μόνιμη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν μακροπρόθεσμα τα επίπεδα του πραγματικού προϊόντος, της ιδιωτικής επένδυσης και της απασχόλησης κατά 6%, 8,5% και 4%, αντιστοίχως. Επιπροσθέτως, οι μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε μόνιμη αύξηση της φορολογικής βάσης, που συνεπάγεται αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του Α.Ε.Π. κατά περίπου 2,5 ποσοστιαίες μονάδες μακροπρόθεσμα.