Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τουλάχιστον για ένα χρόνο θα προλάβει η Ελλάδα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αν δεν υπάρξει κάποια μεγάλη διεθνής κρίση, τότε η διετία 2020-2021 δεν θα θυμίζει σε τίποτα τα χρόνια της κρίσης, σε επίπεδο χρηματοδότησης τόσο του ιδιωτικού τομέα όσο και του δημοσίου. Αυτό σημειώνει στο liberal.gr, αναλυτής μεγάλου επενδυτικού οίκου που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη.
Κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα, ο Μάριο Ντράγκι έστειλε μήνυμα επιστροφής της Ελλάδας στην κανονικότητα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Ιταλός δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην απραξία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, καθώς όπως τόνισε τα προηγούμενα χρόνια έγιναν πολύ λίγα πράγματα για το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, ενώ η αποφασιστικότητα της νέας κυβέρνησης ξεπερνά τα προβλήματα.
Και όπως έχουν τονίσει όλοι ανεξαιρέτως οι οίκοι αξιολόγησης, η επίλυση του τραπεζικού προβλήματος είναι ένα από τα δύο βασικότερα για την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου (το άλλο είναι η βιωσιμότητα του χρέους). Η εφαρμογή του «Ηρακλή», η οποία επιταχύνεται λόγω της αλλαγής του επενδυτικού κλίματος για την Ελλάδα, ανοίγει το δρόμο για ταχύτερες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και φέρνει πιο κοντά την ένταξη στο QE.
Με τα σημερινά δεδομένα και σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΕΚΤ, το QE που ξεκινά εκ νέου την 1η Νοεμβρίου θα διαρκέσει για όσο χρειαστεί μέχρι να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και να ενισχυθεί ο πληθωρισμός προς το επίπεδο του 2%. Η ΕΚΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 1,3% σε ένα χρόνο από σήμερα και στο 1,5% προς το τέλος του 2021, που συνεπάγεται πως αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις της, οι αγορές ομολόγων θα συνεχιστούν τουλάχιστον για την επόμενη διετία.
Όμως, επίσης με τα σημερινά δεδομένα, ήτοι τον κανόνα που ορίζει στο 33% το ανώτατο όριο ομολόγων μιας χώρας που μπορεί να έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ, και με τον ρυθμό των αγορών ύψους 20 δισ. το μήνα, τα επιλέξιμα ομόλογα θα εξαντληθούν περίπου σε 12 μήνες. Ο Ντράγκι άφησε το ζήτημα της αλλαγής του κανόνα για την Κριστίν Λαγκάρντ και θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά πιθανό να υπάρξουν εξελίξεις μέσα στους πρώτους μήνες του 2020, ανάλογα πάντα με τις συνθήκες που θα επικρατούν.
Ο κανόνας θα πρέπει να αλλάξει διότι αναλυτές εκτιμούν ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ θα διατηρηθεί για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Και αυτό γιατί αφού κορυφώθηκε κοντά στο 2% στα τέλη του 2018, ο πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά μέσα στο 2019, οι πληθωριστικές προσδοκίες καταγράφουν ιστορικό χαμηλό και ο δομικός πληθωρισμός είναι κολλημένος στο 1%.
Οι αγορές από την πλευρά τους, δείχνουν σήμερα να μην πιστεύουν ότι η ΕΚΤ θα καταφέρει να επαναφέρει τον πληθωρισμό κοντά στο 2% όχι μέσα στον επόμενο χρόνο αλλά ούτε την επόμενη δεκαετία, και οι προσδοκίες συνεχώς υποβαθμίζονται, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Μαρία Δεμερτζή, Γκρέγκορι Κλέις και Φραντσέσκο Παπάντια, σε πρόσφατη μελέτη τους για την Κομισιόν.
Αναλυτές της ING προβλέπουν ότι τα μη συμβατικά μέτρα της ΕΚΤ θα παραμείνουν σε ισχύ τουλάχιστον έως τις αρχές του 2022.
Όλα αυτά αφήνουν ένα… ορθάνοιχτο παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα, η οποία απέχει 3 σκαλιά από την επενδυτική βαθμίδα και θα μπορούσε αρχής γενομένης από την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου (S&P) και την Παρασκευή 1 Νοεμβρίου (DBRS) να μπει στην τελική ευθεία με στόχο την έξοδο από την κατηγορία «junk» μέσα στο 2020.