Απ’ άκρη σε άκρη στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις επιδοτούν τις τιμές και μειώνουν τους φόρους, προκειμένου να συγκρατούν τις αυξήσεις στην ενέργεια. Τα μέτρα προφανώς δεν αντιμετωπίζουν παρά περιστασιακά το πρόβλημα. Μια μόνο στρατηγική μπορεί να μετριάσει τα ράλι του φυσικού αερίου βασική αιτία για την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους. Η αποθήκευση. Καθοριστικό για να τρέξουν τέτοιες επενδύσεις στην Ελλάδα το νομοθετικό πλαίσιο που ακόμη εκκρεμεί, σε συνδυασμό με ρυθμιστικούς και χρηματοδοτικούς κανόνες.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Σύμφωνα με μελέτη του ΕΜΠ, η λειτουργία ενός αντλησιοταμιευτικού σταθμού μεγάλης κλίμακας οδηγεί σε ετήσια εξοικονόμηση σταθερού και μεταβλητού (λειτουργικού) κόστους για το εθνικό ηλεκτρικό σύστημα κοντά στα 174.000 ευρώ /MW κατ’ έτος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σταθμού της Αμφιλοχίας, ισχύος 680 MW. Η ετήσια εξοικονόμηση θα ήταν 118 εκατ. ευρώ. Ενα ποσό που θα μπορούσε, κάθε χρόνο, να χρησιμοποιείται για την ανακούφιση των νοικοκυριών που πλήττονται από τις υπέρογκες αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.
Έτερο παράδειγμα αφορά τα οφέλη που θα είχαμε αν είχε ολοκληρωθεί η υποθαλάσσια αποθήκη αερίου της Νότιας Καβάλας. Με δυνατότητες για διοχέτευση περίπου 1 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου σε δύο φάσεις το χρόνο, με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαμε να καλύπτουμε περί το 20% της ζήτησης σε ετήσια βάση, σε περιόδους που οι διεθνείς τιμές του αερίου απογειώνονται. Από τα απολογιστικά στοιχεία του 2020, δηλαδή ετήσια κατανάλωση φυσικού αερίου 5,5 δισ. Nm3 (63 εκατ. θερμικές MWh) και μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής του για το καλοκαιρινό τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου 2020 ίση περίπου με 6 ευρώ/MWh (έναντι τιμής καλοκαιριού 2021 πάνω από 25 ευρώ/MWh), μία συντηρητική εκτίμηση της εξοικονόμησης που θα μπορούσε να προκύψει, τόσο για τη χώρα (σε σκληρό συνάλλαγμα), όσο και για τους τελικούς καταναλωτές αερίου, θα ήταν περίπου 120 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Η χαμένη ευκαιρία
Το θέμα της αποθήκευσης συζητείται στην Ελλάδα εδώ και μια δεκαετία. Η μεγάλη ευκαιρία να τρέξουν αυτά τα projects τόσο στον ηλεκτρισμό όσο και στο φυσικό αέριο, ήταν κατά τη δεκαετία του 2010, όταν η ανάγκη επένδυσης σε τέτοια συστήματα δεν αποτέλεσε προτεραιότητα, παρ’ ότι από τις αρχές της δεκαετίας είχαν αναληφθεί στον συγκεκριμένο τομέα της αποθήκευσης επενδυτικές προσπάθειες (που στη συνέχεια ωρίμασαν αδειοδοτικά).
Και αυτό παρά το γεγονός ότι όλα τα επίσημα κείμενα εθνικής ενεργειακής πολιτικής (Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός, Εθνικό Σχέδιο για τις ΑΠΕ, Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα), τα οποία βασίζονταν σε έγκυρες και εμπεριστατωμένες μελέτες, όπως της ΡΑΕ, του ΑΔΜΗΕ, του ΔΕΣΦΑ και του ΕΜΠ, αναδείκνυαν την ανάγκη ταχύρρυθμης υλοποίησης αποθηκευτικών σταθμών, στο χρονικό ορίζοντα του 2020 και 2025.
Κάπως έτσι φτάσαμε σήμερα να μην έχουμε όχι μονάδα, αλλά ούτε το αναγκαίο νομοθετικό/ρυθμιστικό/χρηματοδοτικό πλαίσιο, που θα δράσει ως καταλύτης για την ταχύρρυθμη υλοποίηση τέτοιων σταθμών αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αποφασιστικό ανάχωμα στην εκρηκτική άνοδο των ενεργειακών τιμών στη χώρα μας.
Η συνεχώς εντεινόμενη στροφή προς τις ΑΠΕ και η ταχύρρυθμη διείσδυσή τους στο ενεργειακό ισοζύγιο, σε συνδυασμό με τον επιταχυνόμενο περιορισμό της χρήσης υγρών και στερεών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή, θέτει επί τάπητος την ανάγκη δημιουργίας αποθηκευτικών σταθμών μεγάλης κλίμακας. Αυτοί είναι που θα στηρίξουν αποφασιστικά το ηλεκτρικό σύστημα, που αντιμετωπίζει προβλήματα κορεσμού και ευσταθούς λειτουργίας από τη μαζική ένταξη σε αυτό μεταβλητών ΑΠΕ (αιολικών και φωτοβολταϊκών).