Μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην τελευταία συνέλευση του διοικητικού της συμβουλίου, στις 3 Φεβρουαρίου, να διατήρησε το βασικό της επιτόκιο στα τωρινά του επίπεδα, ήτοι στο -0,5% από τον Σεπτέμβριο του 2019, και να επέμεινε στην επιπρόσθετη αγορά ευρωζωνικού χρέους, αλλά αυτή της η απόφαση σύντομα αποδείχτηκε βραχύβιας ακεραιότητας. Μόνο λίγες ώρες χρειάστηκαν για να καταστεί εν τοις πράγμασι άκυρη η φαινομενικά ανανεωμένη πίστη στη νομισματική χαλαρότητα, αφού η Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξη τύπου που ακολούθησε τη συνέλευση, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων αργότερα μέσα στο έτος, ομολογώντας έτσι επί της ουσίας εσφαλμένη κρίση ως προς την προσέγγιση του πληθωριστικού κινδύνου.
Υπό το πρίσμα των αντικρουόμενων μηνυμάτων νομισματικής πολιτικής, δεν πρέπει να προξενεί καμία εντύπωση η υπεραντίδραση των κυβερνητικών και εταιρικών ομολόγων στην Ευρώπη. Ο S&P δείκτης εταιρικών ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας της ευρωζώνης απώλεσε πάνω από 1,9% της αξίας του αμέσως μετά την υπαναχώρηση θέσης της επικεφαλής της ΕΚΤ, ενώ παρόμοια υπήρξε κι η συμπεριφορά του αντίστοιχου δείκτη που αφορά στα κυβερνητικά ομόλογα, με εκείνον να σημειώνει πτώση της τάξης του 2%.
Στα καθ’ ημάς, το spread του ελληνικού 10ετούς ομολόγου σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό έχει εκτοξευθεί στο 2,3% από τότε – η μεγαλύτερη αύξηση από τον Μάιο του 2020. Όλες οι παραπάνω οξείες επιδεινώσεις στα κόστη εξυπηρέτησης ιδιωτικού και δημοσίου χρέους, ιδίως εκείνου που σχετίζεται με τον ασθενέστερο χρηματοοικονομικά και δημοσιονομικά ευρωπαϊκό νότο, συνιστούν το οικονομικό τίμημα που οι αγορές χρεώνουν στις πολιτικές παλινωδίες της ΕΚΤ.
Σε αυτό το τίμημα προστίθεται κι η στρέβλωση των πληθωριστικών προσδοκιών που παράγεται από τις συνεχιζόμενες αντιφάσεις μεταξύ ασκούμενης κι επικοινωνούμενης νομισματικής πολιτικής. Εν την απουσία θεσμικής υπευθυνότητας, όχι μόνο στη θέση στόχων αλλά και στα μέσα επίτευξης αυτών, όποια πρωτοβουλία καταπολέμησης του πληθωρισμού κι αν αναλαμβάνεται, θα αντιμετωπίζεται με τέτοιον σκεπτικισμό που θα εξασθενίζει την προσδοκώμενη αποτελεσματικότητα υπό καθεστώς φερεγγυότητας.
Συνεκδοχικά, θα τίθεται διαρκώς εν αμφιβόλω η ικανότητα περιορισμού του φαινομένου, κι έτσι τα οικονομικά μεγέθη θα αναθεωρούνται επί το δυσμενέστερο. Ενδεικτικό παράδειγμα της δυναμικής των προσδοκιών αποτελούν οι εκτιμήσεις ότι ο ρυθμός αύξησης του μέσου ονομαστικού μισθού στη ευρωζώνη για το 2022 αναμένεται να ανέλθει στο 3,5% ως αντίδραση στις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις. Αυτή η μισθολογική προσαρμογή της αγοράς εργασίας σε συνδυασμό με το έλλειμμα πειστικότητας της ΕΚΤ δύναται να τροφοδοτήσει ένα ανοδικό πληθωριστικό σπιράλ.
Η άνοδος του ετήσιου πληθωρισμού στην ευρωζώνη στο 5,1% τον Ιανουάριο - ο υψηλότερος από συστάσεως της-, και η παγίωση των διαφαινόμενων ενεργειακών προκλήσεων, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον, καθιστούν επιτακτική ανάγκη την έστω και καθυστερημένη προσχώρηση της ΕΚΤ στη θέση της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας για βηματική νομισματική συστολή, μέσω ταυτόχρονης αύξησης επιτοκίων και μείωσης αγορών ομολόγων.
Όσο θα παρατείνεται η ολιγωρία στην ευθυγράμμιση με τις παρούσες τάσεις στη διεθνή κεντρική τραπεζική, τόσο θα υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα για επιθετική επικαιροποίηση των νομισματικών παρεμβάσεων. Συνέπεια τέτοιων βιαστικών και δραστικών οικονομικών πολιτικών ενδέχεται να είναι η γένεση μιας αποφεύξιμης ύφεσης, η οποία εάν συντελεστεί, βέβαια θα μεταδοθεί με μεγαλύτερη ταχύτητα και σφοδρότητα στις επιβαρυμένες οικονομίες της ευρωπεριφέρειας.
Είναι γνωστό ότι οι οικονομικές ετερογένειες της ευρωζώνης ήδη επιτείνουν το πρόβλημα της βέλτιστης νομισματικής απόκρισης στις τρέχουσες πληθωριστικές συνθήκες, κι ως εκ τούτου γίνεται αντιληπτό ότι η άσκηση αυτή δε θα πρέπει να περιπλέκεται έτι περαιτέρω με επεισόδια αδράνειας, ασάφειας, κι ανακολουθίας. Η βραδύτητα κι η μερικότητα στη λήψη κι εφαρμογή μέτρων, με επίφαση την ενδελεχή βολιδοσκόπηση οικονομικών εξελίξεων, έχουν εξαντλήσει προ πολλού την όποια ωφέλεια διέθεταν και πλέον σωρεύουν αποκλειστικά αντιχρησιμότητα.
* Ο Ιωάννης Μουστάκης είναι Ph.D. Student in Finance and Business Economics στο USC Marshall School of Business