Η πολιτική η οποία αφήνει αποτύπωμα σε μια οικονομία και διαμορφώνει κλίμα και προοπτικές είναι η αύξηση των μισθών, όχι τα εφάπαξ επιδόματα. Αυτά εξανεμίζονται, είναι για να γεμίζουν τηλεοπτικά παράθυρα και δεν αφήνουν τίποτα πίσω τους.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού πάνω από τα 800 ευρώ, και συνακόλουθα των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω η άνοδος των χαμηλών αμοιβών, είναι που διαμορφώνουν το κλίμα στην οικονομία. Διότι όταν αυξάνονται οι μισθοί αυξάνεται η κατανάλωση, άρα αυξάνονται τα έσοδα από ΦΠΑ και τελικά μεγαλώνει η οικονομία.
Αυτά έχουν συνεχές αποτέλεσμα, το ίδιο και η περαιτέρω μείωση από το 2025 των ασφαλιστικών εισφορών, και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, ενός οριζόντιου κεφαλικού φόρου για τους ελεύθερους επαγγελματίες
Σωστά επομένως χθες ο Πρωθυπουργός έκλεισε οριστικά τη συζήτηση, που είχε ανοίξει τελευταία για «έκτακτο δώρο Πάσχα».
Κάθε φορά που έρχονται γιορτές στην Ελλάδα, ανοίγει η ίδια κουβέντα ότι η κυβέρνηση θα βγάλει κάποιον άσο από το μανίκι. Κάποιο έκτακτο βοήθημα, μέτρο, επίδομα, φοροαπαλλαγή, ρύθμιση, έκπτωση, οτιδήποτε.
Και ο εκάστοτε Πρωθυπουργός και ο υπ. Εθνικής Οικονομίας κάτι πρέπει να πουν, ακόμη και αν δεν έχουν στην πραγματικότητα για να το δώσουν. Είμαστε τόσο πολύ εθισμένοι στις παροχές και σε κυβερνήσεις που όλο και κάτι θα τάξουν, ώστε η δήλωση «δεν θα υπάρξει δώρο Πάσχα» γίνεται πρώτο θέμα!
Εδώ και μια τετραετία η κυβέρνηση στην αρχή λόγω της πανδημίας, μετά λόγω της ενεργειακής κρίσης, έχει μοιράσει χρήματα, επιδόματα και ενισχύσεις περισσότερο παρά ποτέ. Ήταν η περίοδος που τα κράτη στην ΕΕ ακολουθούσαν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική λόγω της κρίσης.
Τώρα περνάμε σε μια νέα φάση και τα συμπεράσματα του Eurogroup της Δευτέρας, όπως γνωρίζει καλά ο υπ. Εθνικής Οικονομίας, Κωστής Χατζηδάκης, δείχνουν αυτό ακριβώς, ότι έχουμε μπει σε μια ελαφρώς περιοριστική πολιτική σε όλη την Ευρώπη.
Κι όμως στην Ελλάδα, αυτό που κυριαρχεί στη δημόσια κουβέντα, δεν είναι π.χ. ότι φέτος πρέπει να μαζέψουμε πρωτογενές πλεόνασμα 5,1 δισ. ευρώ (2,1% του ΑΕΠ), αλλά ότι αφού η οικονομία τα πάει καλά, όλο και κάτι θα δώσει η κυβέρνηση μετά το καλοκαίρι.
Στη συζήτηση προτάσσονται περισσότερο τα επιτεύγματα της οικονομίας, παρά ο δρόμος που πρέπει να διανυθεί. Αρεσκόμαστε και σήμερα, παρά τα όσα περάσαμε, στην ψευδαίσθηση ότι έχουμε δυνατότητες μεγαλύτερες από τις πραγματικές. Δεν αναφερόμαστε στον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος χθες έταξε αυξήσεις μισθών και μέτρα 3,2 δισ. ευρώ, παρ’ ότι κι αυτός στην ίδια κατηγορία εντάσσεται.
Αναφερόμαστε σε όλους εμάς που δεν μας αρέσει να μας θυμίζουν ότι ζούμε σε μια χώρα υπερχρεωμένη, σε καιρούς ασύμμετρων κλιματικών και γεωπολιτικών απειλών και με έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πάνω από 6,5%, που σημαίνει ότι καταναλώνουμε σταθερά πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγουμε.
Δεν «πουλάει» η συζήτηση ότι όλη η Ευρώπη έχει μπει σε μια γενικότερη φάση δημοσιονομικής πολιτικής με λελογισμένη αύξηση δαπανών και ότι πρακτικά αυτό σημαίνει ότι καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να πηγαίνει με τη λογική των μποναμάδων.
Τα περισσεύματα θα κρατιούνται για τις δύσκολες χρόνιες που θα έρθουν, έτσι ώστε να μην εφαρμοστεί σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα αυτό που υπέστη τη δεκαετία του 2010 η Ελλάδα, όπου επειδή έπρεπε να κάνουμε προσαρμογή, αλλά δεν είχαμε φυλαγμένο κομπόδεμα, συμφωνήσαμε σε δυσβάσταχτα μνημόνια. Τη στέγη του σπιτιού τη φτιάχνεις όταν έχει λιακάδα, δεν περιμένεις να το κάνεις όταν βρέχει.
Ούτε και «πουλάει» ότι φέτος από τον δανεισμό κατά μια μονάδα χαμηλότερα που κάναμε τον Γενάρη μπορεί να εξοικονομήσουμε, ποσά ύψους 850 εκατ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας -δέκα φορές περισσότερα από τα 80 εκατ. ευρώ που έδωσε η κυβέρνηση στους αγρότες για τη ρύθμιση των χρεών τους- τα οποία διαφορετικά θα πληρώναμε επίσης εμείς.
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στην αγορά ομολόγων για να καταλάβει τι έχει συμβεί. Το κόστος δανεισμού μας είναι αρκετά κάτω του Ιταλικού, περίπου ίδιο με της Ισπανίας, πλησιάζει της Πορτογαλίας και απέχει λιγότερο από 1% από της Γερμανίας.
Έχουμε πλέον χαμηλότερο spread κατά 44 μονάδες βάσης από την Ιταλία, σχεδόν το ίδιο με την Ισπανία (μόλις 3,7 μονάδες υψηλότερο), υψηλότερο κατά 20,6 μονάδες από την Πορτογαλία και 84,6 μονάδες από τη Γερμανία. Αυτό είχε να συμβεί από το 2007. Ένα χρόνο πριν το spread με τη Γερμανία ήταν πάνω από 200-230 μονάδες βάσης και έπεσε κατακόρυφα λόγω των αναβαθμίσεων.
Ανεξάρτητα του τι θα γίνει το βράδυ της Παρασκευής, αν θα πάρουμε δηλαδή ή όχι την αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο Moody’s, είναι σίγουρο ότι αυτά θα λέει στην έκθεση της.
Δηλαδή για την ανάγκη δημοσιονομικής σύνεσης, για την προσοχή που πρέπει να δείξουμε ώστε να μην κάνουμε όπισθεν για την ικανοποίηση κάποιων πρόσκαιρων αιτημάτων, μαζί με τη γνωστή «βαρετή» αλλά απαραίτητη αναφορά ότι πρέπει να προχωρήσουμε ταχύτερα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, που θα αλλάξουν όχι άμεσα, αλλά μακροπρόθεσμα την οικονομία της Ελλάδας.