Η ελληνική και η ευρωπαϊκή βιομηχανία, που απασχολεί κοντά στα 8 εκατομμύρια εργαζόμενους, είναι αντιμέτωπες με υπαρξιακά διλήμματα. Βιώνουν ακόμη τα απόνερα του υψηλού ενεργειακού κόστους και η ανθεκτικότητα τους μετά από δύο απανωτές κρίσης δεν είναι δεδομένη.
Την ίδια στιγμή που τα εργοστάσια καλούνται να κάνουν την υπέρβαση, να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό από ΗΠΑ και Κίνα, και να παράξουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όχι μόνο η ζήτηση στην Ευρώπη υποχωρεί, καθώς πολλές χώρες βρίσκονται σε κατάσταση ήπιας ύφεσης, αλλά και πολλές νέες επενδύσεις συνεχίζουν να φεύγουν για τις ΗΠΑ.
Η μεγάλη εικόνα είναι ότι παρά τη θεωρία και τα ευχολόγια, η άλλη πλευρά του Ατλαντικού, χάρη στα πακέτα τύπου Μπάιντεν, συνεχίζει να προσελκύει τις μεγάλες επενδύσεις στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία. Είναι σε θέση άραγε η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αυτή που θα προκύψει από τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου να αντιστρέψει την εικόνα; Η ελπίδα των μεγάλων ελληνικών και ευρωπαϊκών ομίλων, αυτή είναι.
Η προ δεκαημέρου κοινή ανακοίνωση μεγάλων κολοσσών, όπως οι ExxonMobil, TotalEnergies, ArcelorMittal και Ineos, που προειδοποιούσαν ότι η αποβιομηχάνιση της Ευρώπης θα συνεχιστεί και ότι ενώ θέλουν να επενδύσουν σε νέες καθαρές τεχνολογίες, είναι τέτοια η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία που λειτουργεί απωθητικά, αναγκάζοντας τους να στρέψουν αλλού το ενδιαφέρον τους, χτύπησε ξανά τα καμπανάκια. Δεν είναι σίγουρο ότι εισακούστηκαν.
Είχε προηγηθεί μια υψηλού επιπέδου κίνηση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, η «Διακήρυξη της Αμβέρσας» από ένα συνασπισμό 73 κορυφαίων στελεχών της βιομηχανίας, ανάβοντας ξανά τη δημόσια συζήτηση, του πόσο μακριά πρέπει να φτάσει η Ευρώπη στη στήριξη των εγχώριων βιομηχανιών.
Το δίλημμα εντέλει συνοψίζεται στο ερώτημα: Θέλουμε να αρχίσουμε ξανά να παράγουμε ή μας αρκεί να εισάγουμε σχεδόν τα πάντα; Η εθισμένη στην αποβιομηχάνιση πολλών δεκαετιών Ευρώπη θα ξαναθυμηθεί πώς να προσελκύει επενδύσεις;
Η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας της Ευρώπης δεν ήταν ανάλογα δυναμική με την κραυγή αγωνίας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Δεν ακολούθησε κάποια σαφή δέσμευση, ένα νέο πακέτο μέτρων, μια μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής προς την ενίσχυση του κλάδου, ένα είδος απάντησης στο βασικό αίτημα της Διακήρυξης ότι «υπάρχει επείγουσα ανάγκη για σαφήνεια, προβλεψιμότητα και εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και τη βιομηχανική της πολιτική».
Η αλήθεια είναι ότι η πρόεδρος της Κομισιόν, Ουρσουλα Φον ντερ Λάιεν, που στις 19 Φεβρουαρίου είχε ανακοινώσει την υποψηφιότητά της για τις ευρωεκλογές, μια ημέρα μετά, βρέθηκε στην Αμβέρσα για να συναντήσει τον συνασπισμό των 73 κορυφαίων στελεχών της βιομηχανίας που υπέγραψαν το κείμενο.
Αρκετοί ωστόσο «διάβασαν» στην επίσκεψη μια ακόμη στάση στην προεκλογική της εκστρατεία, καθώς δεν συνοδεύτηκε από τολμηρές εξαγγελίες, δηλαδή δεν πείστηκαν ότι ποντάρει πράγματι και σε μια ατζέντα για τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα.
Ίσως, η ευρωπαϊκή ηγεσία φοβάται ότι βάζοντας ψηλά στην ατζέντα την ευρωπαϊκή βιομηχανία, θα θεωρηθεί ότι υποστέλλει τη «σημαία» της πράσινης μετάβασης, άρα θα χάσει ψήφους από τους υποστηρικτές της πράσινης μετάβασης. Η Πράσινη Συμφωνία αποτελεί τη ναυαρχίδα της πρώτης θητείας της Φον ντερ Λάιεν για την περίοδο 2019-2024.
Η ειρωνεία είναι ότι πολλές από τις 73 βιομηχανίες που υπογράφουν τη Διακήρυξη θέλουν να επενδύσουν σε νέες καθαρές τεχνολογίες, αλλά τα πολλά εμπόδια, όπως η εμμονή της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας να απαιτεί ένα βουνό από προσαρμογές σε Οδηγίες, διατάξεις και εγκρίσεις, τις αναγκάζει να στρέφουν αλλού το ενδιαφέρον τους.
Τι πιο χαρακτηριστική η αποκάλυψη στελέχους της ExxonMobil ότι η αμερικανική εταιρεία είχε στη διάθεσή της περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια για «καθαρά» έργα μεταξύ 2022 και 2027, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα στραφεί σε «άλλα μέρη του κόσμου», καθώς έχει απογοητευτεί από τις απαιτήσεις που θέτει η ΕΕ για να ξεκινήσουν τέτοιες επενδύσεις.
Το ζήτημα ωστόσο είναι ευρύτερο. Σήμερα αφορά την Exxon, χθες την Aurubis, αύριο κάποιον άλλο. Το θέμα είναι πότε η Ευρώπη θα πάψει να αντιδρά πυροσβεστικά στις κρίσεις, αλλά προληπτικά, θα αποκτήσει μια στρατηγική απέναντι στα μελλοντικά σοκ.
Το πρόβλημα της βιομηχανίας συνεχίζει να προσεγγίζεται πάντα στη βάση της συγκυρίας. Ενώ απαιτεί ένα μεγάλο, οραματικό σχέδιο, η ματιά μας είναι κοντή.
Δίνουμε ασπιρίνες για βαριά πνευμονία. Δεν γίνεται συζήτηση για το πώς θα καλύψουμε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχουν τα προϊόντα των τρίτων χωρών και πώς θα προσελκύσουμε επενδύσεις όπως οι ΗΠΑ, που έχουν εγκαίρως προσαρμόσει τις πολιτικές τους στην πράσινη μετάβαση. Μόνο θεωρία και ευχολόγια.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ευρωπαϊκή βιομηχανία εναποθέτει τις ελπίδες της στην επόμενη ηγεσία της Επιτροπής, ώστε να δει πιο ζεστά το πρόβλημα της αποβιομηχάνισης. Δίχως να εγκαταλείψει το όραμα του ευρωπαϊκού Green Deal, να βρει μια αρκετά καλύτερη ισορροπία στο «πρασίνισμα» της οικονομίας και της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.
Μέχρι τότε οι ευρωπαϊκές επενδύσεις θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν για τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Στο μακρύ κατάλογο όσων προτιμούν την Β. Αμερική για να επενδύσουν προστίθενται τους τελευταίους μήνες συνεχώς νέες περιπτώσεις. Είναι η γερμανική Aurubis, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή βιομηχανία χυτηρίων χαλκού που ανακοίνωσε προ μηνών ότι θα επενδύσει 700 εκατ. δολάρια για να κτίσει χυτήριο στη Β. Αμερική, η ενεργειακή TotalEnergies, η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen, βιομηχανίες χημικών όπως οι BASF και Linde, ο ιταλικός κολοσσός ενέργειας Enel, η σουηδική βιομηχανία μπαταριών Northvolt, και στη λίστα πλέον προστίθεται και η ExxonMobil.