Το φετινό α’ εξάμηνο θα πρέπει να είναι η δυσκολότερη περίοδος λειτουργίας για τις εταιρίες ενέργειας και εμπορίας στην Ευρώπη. Πρόκειται για ένα χρηματοοικονομικό τεστ αντοχής χωρίς πρόσφατο ιστορικό προηγούμενο καθώς όλοι οι βασικοί παράγοντες κόστους πωληθέντων παρουσιάζουν ακραίες μεταβολές. Θεωρητικά μια επιχείρηση μπορεί να αντιμετωπίσει το αυξημένο κόστος μετακυλίοντάς το στην κατανάλωση περιορίζοντας κάπως τα περιθώρια κέρδους μέχρι να αποκλιμακωθούν οι τιμές των καυσίμων.
Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η αύξηση του κόστους σημαίνει μεγαλύτερες χρηματοοικονομικές ανάγκες και αύξηση του κεφαλαίου κίνησης. Κάτι τέτοιο έγινε σε ευρεία κλίμακα σε ύψος ρεκόρ για εισηγμένη στο ΧΑ εταιρία στο α’ τρίμηνο:
Η αύξηση του κεφαλαίου κίνησης εκτοξεύθηκε κατά 1,32 δισ. ευρώ αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης του αποθέματος (και των τιμών) των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων κατά 456 εκατ. ευρώ, της ασφάλισης των τιμών σε υγρά καύσιμα και αγορές ενέργειας (hedging) κατά 646 εκατ. ευρώ και των απαιτήσεων (297 εκατ. ευρώ). Στο δεύτερο τρίμηνο η εικόνα μπορεί να μην βελτιώθηκε έδειξε ωστόσο σημάδια σταθεροποίησης: Οι απαιτήσεις αυξήθηκαν κατά 13 εκατ. ευρώ το hedging αυξήθηκε κατά 53 εκατ. ευρώ οδηγώντας το κεφάλαιο κίνησης μια ανάσα από το 1,4 δις ευρώ.
Όμως οι ταμειακές ανάγκες δεν σταματούν εδώ. Μέσα στο α’ εξάμηνο η ΔΕΗ είχε κεφαλαιουχικές ανάγκες 244 εκατ. ευρώ για την αναβάθμιση και συντήρηση του δικτύου της και των επενδύσεων της στις ΑΠΕ. Το καθαρό χρέος αυξήθηκε στα 2,24 δισ. ευρώ από 1,9 δισ. ευρώ στο τέλος της περυσινής χρονιάς. Ο ισολογισμός της εταιρίας έχει 2,2 δισ. ευρώ σε ρευστότητα και άλλα 1,44 δισ. ευρώ σε πιστωτικές γραμμές που μπορούν άνετα να υποστηρίξουν τις λήξεις δανείων 1,8 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2024. Επομένως το κύριο και βασικό στοιχείο του ισολογισμού που είναι η ρευστότητα μπορεί να υποστηρίξει την ομαλή λειτουργία της εταιρίας και το επενδυτικό πλάνο των ΑΠΕ ακόμα και αν οι συνθήκες παραμείνουν απαιτητικές και στο επόμενο εξάμηνο.
‘Όλα αυτά έχουν μεγαλύτερη αξία εξετάζοντας τα σε σχέση με το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν: Για αναχρηματοδότηση δανείου 525 εκατ. ευρώ η ΔΕΗ δανείζεται τον Ιούνιο του 2012 από τις ελληνικές τράπεζες με επιτόκιο 9%. Από το σημείο αυτό ξεκινάει μια μάχη επιβίωσης με το χρόνο. Ο ισολογισμός της εταιρίας δεν παράγει ταμειακές ροές, το κόστος εξυπηρέτησης των χρεών μεγαλώνει, οι απλήρωτοι λογαριασμοί στέλνουν το καθαρό χρέος της επιχείρησης πάνω από τα 5 δισ. ευρώ.
Τον Απρίλιο του 2017 η S&P υποβαθμίζει το πιστοληπτικό αξιόχρεο σε CCC - με αρνητική προοπτική επισημαίνοντας τα προβλήματα ρευστότητας της εταιρίας. Ακόμα και μετά την πώληση του ΑΔΜΗΕ (Ιούνιος του 2017) η κατάσταση δεν φαίνεται να παρουσιάζει σημαντική βελτίωση αφού ο τρόπος με τον οποίο πουλήθηκε η συμμετοχή στερεί από την εταιρία εισόδημα και έσοδα.
Είναι βέβαιο ότι η ΔΕΗ του 2017 θα είχε πετάξει «λευκή πετσέτα» στις πρώτες 100 ημέρες του 2022. Η πλήρης χρηματιστηριακή απαξίωση της εταιρίας θα ήταν το λιγότερο κακό απ' όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν: Διακοπές ρεύματος, προβλήματα στη βιομηχανία και την παραγωγή, καθυστέρηση στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα της χώρας κλπ. Το ότι η ΔΕΗ σήμερα στέκεται με άνεση απέναντι σε απίστευτα δύσκολες και απαιτητικές συνθήκες είναι μια νίκη. Και για αυτό και μόνο το μέλλον της ανήκει.