Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το βράδυ της Μ. Παρασκευής ο μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης στον κόσμο, Standard & Poor' s, αναμένεται να αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου κατά μία βαθμίδα, γεγονός που θα φέρει τη χώρα ακόμη πιο κοντά στην έξοδο από την κατηγορία «junk». Αν και πρόκειται για μία εξέλιξη που έχει προεξοφληθεί πλήρως από την αγορά, οι αναβαθμίσεις από την S&P στις 26 Απριλίου και από την DBRS στις 3 Μαΐου, ανοίγουν το δρόμο για την πραγματική επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα.
Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις το ελληνικό δημόσιο θα έχει την ευκαιρία να δει την πιστοληπτική του ικανότητα να αναβαθμίζεται στην «επενδυτική βαθμίδα» μέσα στο 2020, μετά από 10 ολόκληρα χρόνια στην κατηγορία των «σκουπιδιών». Μία τέτοια εξέλιξη θα έχει άμεσες και πολύ θετικές επιπτώσεις για την οικονομία, αφού θα ξεκλειδώσει μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια, θα μειώσει το κόστος δανεισμού για κράτος, τράπεζες και επιχειρήσεις και θα διευκολύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Ο Γολγοθάς για τους ελληνικούς τίτλους ξεκίνησε το 2010 μετά την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η S&P ήταν ο πρώτος οίκος που αντέδρασε σχεδόν ακαριαία στο διάγγελμα του Γ. Παπανδρέου από το Καστελόριζο γκρεμίζοντας την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας σε «junk» στις 27 Απριλίου. Ακολούθησε η Moody' s, η οποία υποβάθμισε το ελληνικό δημόσιο κατά 4 ολόκληρες βαθμίδες τον Ιούνιο του 2010, στον απόηχο των καταιγιστικών εξελίξεων, ενώ η Fitch «καθυστέρησε» υποβαθμίζοντας την αξιολόγηση σε junk τον Ιανουάριο του 2011.
Με τις επικείμενες αναβαθμίσεις, η ελληνική οικονομία καλείται να ανέβει τα τρία ίσως πιο… ανηφορικά «σκαλοπάτια» για να ξεφύγει από τα σκουπίδια αφού οι οίκοι έχουν ήδη ενσωματώσει στις προβλέψεις τους αρκετές θετικές εξελίξεις, όπως για παράδειγμα την αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ. Αυτό σημαίνει ότι στο εξής θα έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις και κυρίως θα περιμένουν να δουν όχι την εφαρμογή των συμφωνηθέντων που ζητούσαν από τον Αλέξη Τσίπρα την τελευταία τετραετία αλλά την υιοθέτηση μιας μακρόπνοης στρατηγικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υψηλότερη αξιολόγηση που έχει επιτύχει το ελληνικό δημόσιο ήταν την ιστορική χρονιά του 2004, όταν και οι «τρεις αδελφές» μας αξιολογούσαν με Α1 και Α+, τέσσερις μόλις βαθμίδες χαμηλότερα από την κορυφαία αξιολόγηση ΑΑΑ. Ακολούθησε μία σχετικά σταθερή πορεία μέχρι το 2009 για να ξεκινήσει η μεγάλη κατηφόρα των μνημονίων και της κρίσης.
Η χαμηλότερη αξιολόγηση ήταν φυσικά το 2012 όταν συμφωνήθηκε η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία. Το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων επηρέασε την αξιολόγηση αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών για πολλά χρόνια. Παρ' όλα αυτά, οι θυσίες του ελληνικού λαού είχαν ως αποτέλεσμα να φτάσουμε σε αξιολόγηση «Β», πέντε βαθμίδες κάτω από την «επενδυτική βαθμίδα» το 2014 αλλά η περήφανη διαπραγμάτευση του 2015 και ο κίνδυνος του Grexit «γκρέμισαν» ξανά την πιστοληπτική της ικανότητα σε επίπεδα χρεοκοπίας.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε να εξασφαλίσει άλλες δύο αναβαθμίσεις μέχρι τις εκλογές, αρκεί να κάνει πράγματα που μέχρι σήμερα δείχνει ότι δεν επιθυμεί όπως το να ξεμπλοκάρει τις επενδύσεις. Μέχρι τον Οκτώβριο, αναμένεται η αναθεώρηση της αξιολόγησης από την Fitch στις 2 Αυγούστου και από την Moody' s στις 23 του ίδιου μήνα, ενώ η S&P θα εκδώσει την τρίτη στη σειρά «ετυμηγορία» στις 25 Οκτωβρίου που δεν αποκλείεται να είναι εβδομάδα εκλογών. Το έτος κλείνει η DBRS την 1η Νοεμβρίου.
Αν όλα κυλήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και έχουμε νέες αναβαθμίσεις τον Αύγουστο, τότε θα απέχουμε από την «επενδυτική βαθμίδα» 2 σκαλιά βάσει των Fitch και S&P και τρία σκαλιά με βάση την αξιολόγηση της Moody's.
Η νέα κυβέρνηση θα έχει μπροστά της ένα «καυτό» τρίμηνο στο τέλος του 2019 για να πείσει τους οίκους ότι θα προωθήσει χωρίς καμία καθυστέρηση τις μεταρρυθμίσεις, θα επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και θα πάρει αναπτυξιακά μέτρα. Κάπως έτσι θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί ο Γιάννης Στουρνάρας που προέβλεπε στις αρχές του 2019 ότι η χώρα μπορεί να αναβαθμιστεί σε «επενδυτική βαθμίδα» σε ορίζοντα ενός έτους.
Πολλά θα εξαρτηθούν και από το διεθνές κλίμα. Όλοι ανεξαιρέτως οι αναλυτές που παρακολουθούν τις ελληνικές τράπεζες και την οικονομία τονίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι δεν αρκούν μόνο οι φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές της επόμενης κυβέρνησης αλλά θα πρέπει να παραμείνει ευνοϊκό και το διεθνές περιβάλλον, αφού τα ελληνικά assets μοιάζουν με φτερά στον άνεμο των ευρύτερων αναταράξεων μετά από τόσα χρόνια κρίσης.