Δεν αρκούν οι μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ για να σωθεί η ανάπτυξη
AP
AP

Δεν αρκούν οι μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ για να σωθεί η ανάπτυξη

Αν έχουμε κατανοήσει κάτι στην Ευρώπη από τα νεότερα στοιχεία για τη μεταποίηση, τη βιομηχανία και άλλους κρίσιμους τομείς της Ευρωζώνης, είναι ότι παραμένουν οι κίνδυνοι τόσο από τις γεωπολιτικές εντάσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, όσο και από ενδεχόμενες αναταραχές που μπορούν να προκαλέσουν οι αποφάσεις εμπορικής πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ από το 2025 και μετά.

Ενδεικτική της ανησυχίας που υπάρχει στους ευρωπαϊκούς κύκλους ήταν η συνέντευξη Τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ μετά την ανακοίνωση των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ την προηγούμενη εβδομάδα, που καθόρισαν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 3%.

Κατά τη συνέντευξη Τύπου λοιπόν η Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι «οι δείκτες ανάπτυξης παρουσιάζουν συνεχείς ενδείξεις επιδείνωσης στις μεγάλες μεταποιητικές οικονομίες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας».

Υπόψιν ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα από την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας, Destatis, το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας ανήλθε σε 13,4 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο, έναντι 16,9 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο και 18,9 δισ. που είχε καταγραφεί τον Οκτώβριο του 2023.

Οι ημερολογιακά και εποχικά προσαρμοσμένες εξαγωγές αγαθών της χώρας έφτασαν στα 124,6 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 2,8% τόσο σε μηνιαίο επίπεδο όσο και σε ετήσια βάση. Οι εισαγωγές ήταν 111,2 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 0,1% σε μηνιαίο επίπεδο, αλλά αυξημένες κατά 1,7% σε ετήσιο επίπεδο.

Οι εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκαν κατά 0,7% τον Οκτώβριο σε σχέση με τον Σεπτέμβριο, στα 68,9 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 0,4% στα 57,9 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή οι εξαγωγές προς τις χώρες εκτός ΕΕ σημείωσαν πτώση 5,3% σε μηνιαία βάση στα 55,7 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές υποχώρησαν κατά 0,6% στα 53,3 δισ. ευρώ.

Δεδομένης της επιβράδυνσης της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης και των αδύναμων στοιχείων συνολικότερα για την Ευρωζώνη, η κεντρική τραπεζίτης δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο στο μέλλον η ΕΚΤ να υιοθετήσει έναν ακόμα επιθετικότερο ρυθμό μείωσης επιτοκίων, προκειμένου να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία. Η τελευταία αναμένεται πλέον να εμφανίσει βραδύτερη οικονομική ανάκαμψη σε σχέση με τις προβλέψεις της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο, παρά το γεγονός ότι η σταδιακή εξασθένηση των επιδράσεων της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής θα αρχίσει να στηρίζει την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης.

Οι αναθεωρημένες προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας είναι πλέον πέριξ του 0,7% για το 2024, 1,1% για το 2025, 1,4% για το 2026 και 1,3% για το 2027.

Την ίδια στιγμή η πρόεδρος της ΕΚΤ τόνισε ότι οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό είναι και προς τις δύο κατευθύνσεις, γι’αυτό και τόνισε ότι οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής θα λαμβάνονται από σύσκεψη σε σύσκεψη ανάλογα με τα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία.

Παρά ταύτα, η προθεσμιακή αγορά προβλέπει πλέον ότι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από το 3% που είναι σήμερα, θα διαμορφωθεί στο 1,75% στα τέλη του 2025.

Αρκεί όμως αυτό το επίπεδο για να επαναφέρει την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ;

Συν η ΕΚΤ και «χείρα κίνει»

Η ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ υστερεί έναντι εκείνης των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες του μπλοκ να συγκρίνεται με εκείνο των φτωχότερων πολιτειών των ΗΠΑ.

Αυτό κάνει την Ευρώπη ακόμα περισσότερο ευάλωτη στους δασμούς που απειλεί να υλοποιήσει ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Αν και οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπουν ενδεχομένως στον πειρασμό να ανταποδώσουν τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα, εντούτοις μια τέτοια κίνηση θα είναι λάθος, γιατί θα εντείνει έναν εμπορικό πόλεμο που δε βοηθά κανέναν.

Ένα καλύτερο στοίχημα για την ΕΕ θα ήταν να εφαρμόσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προτείνει ο Μάριο Ντράγκι στην έκθεση του για την ανταγωνιστικότητα, προκειμένου να προλάβει τη νέα όξυνση της επιβράδυνσης της παραγωγικότητας που θα επιφέρουν οι πιθανοί δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ.

Βάση αυτής της έκθεσης, σε πρόσφατη ανάλυση του το Bloomberg Opinion παρουσίασε τρεις τρόπους για το πώς μπορούν οι ηγέτες της Ευρώπης να προετοιμαστούν για τον δύσκολο δρόμο που έχουν μπροστά τους.

Ο πρώτος είναι να καταστεί πράγματι ενιαία η αγορά της ΕΕ. Στη θεωρία αγαθά, υπηρεσίες, κεφάλαιο και εργασία ρέουν ελεύθερα στις 27 χώρες του μπλοκ.

Ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Βloomberg, το 10% του δυνητικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος παραμένει «στο τραπέζι» λόγω των τριβών εντός της ενιαίας αγοράς.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι τέτοιοι φραγμοί ισοδυναμούν με φόρο 44% για τη μεταποίηση και 110% για τις υπηρεσίες!

Τα κράτη μέλη έχουν λοιπόν αμοιβαίο συμφέρον να περιορίσουν αυτά τα εμπόδια.

Ο δεύτερος είναι ο περιορισμός της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας.

Όπως τόσο εύστοχα θέτει το Βloomberg, αν κάποιος χρειάζεται ένα Υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας, αυτός είναι οι Βρυξέλλες, αν και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι οι εθνικές κυβερνήσεις συχνά επιβάλλουν στους κανόνες της ΕΕ τα δικά τους εμπόδια.

Σύμφωνα με την έκθεση του Ντράγκι, ενώ οι ΗΠΑ έχουν θεσπίσει περίπου 3.500 ομοσπονδιακούς νόμους και περίπου 2.000 ψηφίσματα από το 2019, οι Βρυξέλλες έχουν περάσει 13.000 νομοθετικές πράξεις διαφόρων ειδών.

Πάνω από το 60% των εταιρειών της ΕΕ αναγνωρίζουν σε αυτούς τους κανόνες σημαντικά εμπόδια για τις επενδύσεις.

Για παράδειγμα, η ΕΕ έχει περίπου 100 νόμους για την τεχνολογία που επιβάλλονται από πάνω από 270 ρυθμιστικές αρχές.

Το αποτέλεσμα είναι η ΕΕ να εμφανίζει ένα κατακερματισμένο ρυθμιστικό καθεστώς που απογυμνώνει ανταγωνιστικά τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και εδραιώνει τους τεχνολογικούς γίγαντες των ΗΠΑ, οι οποίοι είναι σε θέση να αντέξουν οικονομικά το κόστος συμμόρφωσης, σε βάρος των Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους.

Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, δεν είναι τυχαίο ότι από τους 147 «μονόκερους» που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη μεταξύ των ετών 2008 και 2021, οι 40 έχουν ήδη μετακομίσει στο εξωτερικό.

Τέλος, η τρίτη πρόκληση στην οποία πρέπει να ανταποκριθεί η Ευρώπη είναι η καλύτερη πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση.

Στις ΗΠΑ οι επιχειρήσεις λαμβάνουν περίπου το 75% της χρηματοδότησής τους μέσω των κεφαλαιαγορών και μόνο το ¼ από τις τράπεζες.

Αντίθετα, στην Ευρώπη οι εταιρείες βασίζονται στις τράπεζες για περισσότερο από το 70% της χρηματοδότησης τους.

Οι τράπεζες όμως της ΕΕ τείνουν να «παρκάρουν» τα κεφάλαιά τους σε εταιρείες με υψηλό ποσοστό ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, στερώντας τα πολλές φορές από πραγματικά καινοτόμες επιχειρήσεις.

Η πιο κρίσιμη λοιπόν στιγμή να πατήσει το γκάζι η ΕΕ για τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης ένωσης κεφαλαιαγορών είναι τώρα.Την ίδια στιγμή θα πρέπει να υπάρξει ειδική μέριμνα για τους αποκλίνοντες εθνικούς κανόνες που καλύπτουν ουσιώδη θέματα, όπως για παράδειγμα η φορολογική μεταχείριση των επενδύσεων και εμποδίζουν την αποτελεσματική κατανομή του κεφαλαίου.

Η Ευρώπη το 2025 πρέπει να εξασφαλίσει ένα ενιαίο βιβλίο κανόνων για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται διασυνοριακά, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η κρίσιμη υποστήριξη και χρηματοδότηση στην παραγωγικότητα και την καινοτομία.


 Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.

Μαίρη Βενέτη

[email protected]