Οι ετήσιες συναντήσεις των υπουργών οικονομικών από όλον τον κόσμο στα πλαίσια των εαρινών συνεδριάσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Διεθνούς Τράπεζας, δίνουν κάθε χρόνο το στίγμα της πορείας της παγκόσμιας οικονομίας και το μείγμα των πολιτικών, που επιλέγονται και εφαρμόζονται, τόσο από τις κυβερνήσεις, όσο και από τις κεντρικές τράπεζες. Τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, είχαν να αντιμετωπίσουν χρηματοπιστωτικές κρίσεις, χαμηλή ανάπτυξη και σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία εδράζονταν πάνω σε «ενδογενείς» αιτίες και αφορμές, που αναδύονταν μέσα από την πορεία της πραγματικής οικονομίας. Και οι συνταγές, που επέλεγαν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες, ακολουθούσαν πεπατημένες οδούς και δοκιμασμένες επιλογές.
Σήμερα στις συναντήσεις τους οι υπουργοί οικονομικών, τα οικονομικά κυβερνητικά επιτελεία και οι κεντρικοί τραπεζίτες, έρχονται να αντιμετωπίσουν προβλήματα, που δεν τα γέννησε η οικονομία. Εξωγενή προβλήματα, που προέκυψαν μέσα από την πανδημία και τον πόλεμο. Προβλήματα, που πιθανότατα δεν επιλύονται μέσα από δημοσιονομικά μέτρα, από μέτρα ενίσχυσης, από επιδοματικές πολιτικές και από μεταβολές στα επίπεδα των επιτοκίων.
Λύνεται άραγε σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, το πρόβλημα της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας με τα συμβατικά οικονομικά όπλα που έχουν στα χέρια τους οι κυβερνήσεις; Μπορούν οι κεντρικές τράπεζες μέσω των επιτοκίων να ανατρέψουν το καθεστώς της ομηρείας της Δύσης, από τη Ρωσική ενεργειακή πολιτική; Μπορούν οι υπουργοί οικονομικών μέσω δημοσιονομικών μέτρων να απελευθερώσουν τις δυτικές οικονομίες από την παγίδα της έλλειψης βιομηχανικών πρώτων υλών;
Οι τελευταίες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σχετικά με την πορεία του πληθωρισμού και της ανάπτυξης, ανατρέπουν κατά πολύ την αρχική εικόνα. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα υποχωρήσει κατά 0,8% και θα κυμανθεί στα επίπεδα του 3,6%. Παράλληλα το ΔΝΤ αυξάνει τις εκτιμήσεις του για τον πληθωρισμό στις αναπτυγμένες οικονομίες, που θα αυξηθεί κατά 1,8% και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες κατά 2,8%.
Η αύξηση των επιτοκίων από την Fed στις ΗΠΑ, με σκοπό να δαμάσει τον πληθωρισμό από πολλούς δεν κρίνεται ως επιτυχής. Διότι η εκτόξευση της ζήτησης αμέσως μετά το λοκντάουν, μαζί με την υποχώρηση της προσφοράς λόγω της ανατροπής της ομαλής λειτουργίας στις μεταφορές και στη διακίνηση, δεν φαίνεται να ισορροπεί κάπου. Ταυτόχρονα η πλήρης διακοπή των εργασιών και των φορτώσεων των πλοίων, σε μια σειρά από σημαντικά λιμάνια της Κίνας, λόγω της νέας έξαρσης της πανδημίας, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με εργαλεία των κεντρικών τραπεζών.
Γι’ αυτόν το λόγο για πρώτη φορά η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, μπροστά σε ένα καθαρά οικονομικό ακροατήριο, μίλησε με πολιτικούς όρους. Έθεσε προς των ευθυνών τους τις χώρες, που είτε δεν συμμετέχουν στις κυρώσεις απέναντι στη Μόσχα, είτε αφήνουν ανοικτά παράθυρα στην εφαρμογή τους. Είναι φανερό ότι η νουνεχής οικονομική εργαλειοθήκη των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων, δύναται να παράσχει μόνο βραχυχρόνιες λύσεις, επιπέδου «επιδέσμων», δίχως ωστόσο να θεραπεύει το τραύμα σε μακροχρόνια βάση. Οι λύσεις στα προβλήματα που προέκυψαν μετά από τη Ρωσική εισβολή στη Ουκρανία, θα είναι πολιτικές. Κανένα οικονομικό, δημοσιονομικό ή χρηματοοικονομικό εργαλείο, δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις σε γεωπολιτικά γεγονότα που πνίγουν τις οικονομίες.
Αναγκαστικά λοιπόν οι κυβερνήσεις, για όσο κρατάει ο πόλεμος και για όσο καιρό δεν αποδίδουν οι κυρώσεις κατά του Κρεμλίνου, θα αναγκαστούν να «ρίξουν λεφτά» στη αγορά για να στηρίξουν τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, με σκοπό να περιορίσουν τη δυσαρέσκεια, την ανασφάλεια και την ανέχεια. Οι αγορές το αντιλαμβάνονται αυτό και προς το παρόν δεν ανησυχούν ιδιαίτερα.
Εστιάζουν περισσότερο λοιπόν στις αυξήσεις των ορυκτών καυσίμων και των βιομηχανικών πρώτων υλών και λιγότερο στα επιτόκια. Εστιάζουν στους ανθεκτικούς κλάδους των μετοχών, αποφεύγοντας τις ευάλωτες στην κρίση μετοχές. Και φυσικά ακολουθούν την τακτική «wait and see», βλέποντας και κάνοντας, καθώς όλα τα σενάρια είναι ανοικτά.