Κάνω μια χρήσιμη εισαγωγή. Είμαι υπέρ της προστασίας των ευάλωτων νοικοκυριών μέσω επιδομάτων και άλλων μέτρων για να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα κρίση από την άνοδο των τιμών και του πληθωρισμού. Είμαι δηλαδή υπέρ των «στοχευμένων» μέτρων ελάφρυνσης σε αυτούς που ο πληθωρισμός προκαλεί τις μεγαλύτερες συνέπειες.
Αλλά…
Ποια είναι πραγματικά αυτά τα «ευάλωτα» νοικοκυριά; Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την υπαγωγή τους ή όχι στα μέτρα ελάφρυνσης είναι τα λεγόμενα εισοδηματικά, βασίζονται δηλαδή στα στοιχεία της ΑΑΔΕ από τις φορολογικές δηλώσεις.
Και κάπου εκεί ξεκινάει το πρόβλημα. Επτά στους δέκα φορολογούμενους δήλωσαν μέσα στο 2022 εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ για ολόκληρο το 2021. Το γεγονός έχει σχολιαστεί τελευταία από πολλούς, κατά τη γνώμη μου είναι σκάνδαλο. Κανείς πολίτης δεν πιστεύει ότι το 70% των πολιτών έχει εισοδήματα αυτού του επιπέδου και κανείς δεν μπορεί να μην γελάει από το μέγεθος της υποκρισίας.
Οποιοδήποτε κατά συνέπεια μέτρο ελάφρυνσης με βάση τα δηλωμένα εισοδήματα, ενσωματώνει αυτή τη γελοιότητα. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι αφενός η «στόχευση» των μέτρων να αποτυγχάνει και αφετέρου το κόστος των μέτρων να είναι πολλαπλάσιο αυτού που θα ήταν αρκετό για να ενισχύσει τους πραγματικά ευάλωτους. Έμμεσο αποτέλεσμα βεβαίως είναι η στέρηση πόρων για άλλες πολιτικές όπως δημόσιες επενδύσεις, υγεία, παιδεία, ασφάλιση κλπ.
Σε επέκταση του παραπάνω αν το σκεφτεί κανείς, έχουμε μια τεράστια αλλοίωση και εκτροπή από τον σκοπό, οποιασδήποτε πολιτικής πρωτοβουλίας αναλαμβάνεται και βασίζεται στο εισόδημα. Που σημαίνει ότι οποιοσδήποτε σχεδιασμός οικονομικής, δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής γίνεται εν γνώσει όλων ότι εμπεριέχει σφάλμα κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που επιτρέπει η στατιστική.
Το πρόβλημα του αδήλωτου εισοδήματος και η μάστιγα της φοροδιαφυγής είναι – δυστυχώς – συνώνυμα της Ελληνικής πολιτείας, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις. Τα στατιστικά στοιχεία από τις δηλώσεις του 2022 αποδεικνύουν ότι παρά τα όποια μέτρα, τα κίνητρα και τους ελέγχους, η φοροδιαφυγή ζει και βασιλεύει. Και σε μια κοινωνία, δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία από το να διαπιστώνεται τόσο εκτεταμένη φοροδιαφυγή που έχει σαν αποτέλεσμα την συγκέντρωση των φορολογικών βαρών σε πολύ λιγότερους από τους πραγματικά υπόχρεους.
Ποιος άραγε μπορεί να πιστέψει ότι το αυξημένο επίπεδο κατανάλωσης που παρατηρούμε, τα γεμάτα μαγαζιά στην εστίαση, ο εσωτερικός τουρισμός (ακούσαμε όλοι ότι στους χειμερινούς προορισμούς τις γιορτές δεν έπεφτε καρφίτσα), τα ταξίδια στο εξωτερικό, οι πληρότητες στα θέατρα και στα κέντρα διασκέδασης και πολλά άλλα, μπορούν να συντηρούνται μόνο από όσους λίγους ή ελάχιστους τα δηλωμένα εισοδήματα των οποίων θα τα δικαιολογούσαν;
Σε μια πρόχειρη και εμπειρική προσέγγιση, παρατήρησα πριν λίγες ημέρες για περίπου μια ώρα σε μια ταβέρνα το πως πλήρωναν οι πελάτες τον λογαριασμό τους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις πλήρωσαν σε μετρητά, με την ταβέρνα πάντως να προσκομίζει απόδειξη από την ταμειακή μηχανή. Σε μια εποχή που η χρήση της χρεωστικής κάρτας έχει επεκταθεί σε επίπεδα που ποτέ δεν είχαμε στη χώρα, τόσο υψηλή χρήση μετρητών σε βάζει σε υποψίες.
Δεν υπάρχει σχεδόν πολίτης χωρίς ένα λογαριασμό σε τράπεζα σήμερα, γιατί άραγε επιλέγουν τα μετρητά; Πληρώνω σε μετρητά σημαίνει κυρίως ότι πληρώνομαι σε μετρητά και σχεδόν πάντα αυτό συνοδεύεται από απόκρυψη εισοδημάτων και φοροδιαφυγή.
Σύμφωνα με μελέτη της UBS, στην Ελλάδα το 75% του όγκου των αγορών ακινήτων πραγματοποιείται χωρίς την μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος, γεγονός που υποδεικνύει σε μεγάλο βαθμό χρήση μετρητών, δηλαδή πόρων που δεν έχουν δηλωθεί και δεν έχουν φορολογηθεί.
Και άλλο ένα στοιχείο που πραγματικά σοκάρει. Στην Ελλάδα με τους χαμηλούς μισθούς σε σχέση με πολλές άλλες χώρες, οι μισθωτοί, που τουλάχιστον για το εισόδημα από το μισθό τους δεν φοροδιαφεύγουν, επιβαρύνονται με συντελεστές υψηλότερους από τους μέσους όρους των χωρών του ΟΟΣΑ. Μια οικογένεια με δύο παιδιά και δύο εργαζόμενους στο 100% ο καθένας του μέσου μισθού, οι κρατήσεις για φόρους και εισφορές είναι 37% όταν ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 31%. Αποτέλεσμα και αυτό της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής.
Ο εντοπισμός της φοροδιαφυγής και η αυστηρή τιμωρία της, είναι κατά τη γνώμη μου το πιο κεντρικό ζήτημα της οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης σε επίπεδα σχετικά κοντά στην πραγματικότητα, θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των συντελεστών φορολογίας και για τους άμεσους και για τους έμμεσους φόρους, δηλαδή μια πιο δίκαιη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών που θα γίνει κυρίως υπέρ των πραγματικά ευάλωτων πολιτών.
Οι στρεβλώσεις είναι πολλές, δεν έχω την εξειδικευμένη γνώση για να προτείνω λύσεις. Αλλά με ένα φορολογικό σύστημα με το μέγεθος της αδικίας και της κοροϊδίας που έχει το δικό μας, λύσεις είναι βέβαιο ότι υπάρχουν για μια σημαντική βελτίωση. Αν αυτές οι λύσεις θα προέλθουν από την αυξημένη ένταση και έκταση των ελέγχων, ή από κίνητρα, ή από την αξιοποίηση επικαιροποιημένων και σύγχρονων τεκμηρίων διαβίωσης, ή από ένα μίγμα μέτρων που θα αξιοποιηθεί η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη, ας το βρουν οι καθ’ ύλη υπεύθυνοι.
Η κατάσταση όμως αυτή δεν μπορεί να συνεχίσει, η ανοχή στη φοροδιαφυγή και στην αδικία στην κατανομή των βαρών, έχει φτάσει στα όριά της. Κύριο θύμα της είναι όσοι είτε γιατί δεν μπορούν αλλιώς είτε γιατί θέλουν, είναι συνεπείς και ειλικρινείς πολίτες. (Συνήθως τους αποκαλούμε με ένα πολύ γνωστό και καθημερινό χαρακτηρισμό, που θα ήθελα να αποφύγω τον πειρασμό να επαναλάβω εδώ).
* Ο Μίνος Μωυσής είναι σύμβουλος επιχειρήσεων