Αν θέλουμε να βγούμε από την κρίση, χρειάζεται επειγόντως να δρομολογηθούν πολιτικές ανάπτυξης σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, ιδίως σε εκείνους στους οποίους η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, σημειώνει ο Πέτρος Ευθυμίου παρουσιάζοντας τη νέα έρευνα της διαΝΕΟσις.
Η έρευνα που πραγματοποίησε η διαΝΕΟσις αφορά τη δυναμική του πρωτογενούς τομέα της ελληνικής οικονομίας, που περιλαμβάνει τόσο τη φυτική όσο και τη ζωική παραγωγή. Λαμβάνει υπόψη της την παγκόσμια τάση στην αγροτική παραγωγή και διαπιστώνει ότι η παγκοσμιοποίηση την τελευταία εικοσαετία, ενίσχυσε τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις ΗΠΑ τους συνεταιρισμούς των παραγωγών, οι οποίοι έχουν τη μερίδα του λέοντος στις ροές των αγροτικών προϊόντων διεθνώς.
Η έρευνα αποσκοπεί επομένως να φωτίσει τη σημερινή κατάσταση των ελληνικών συνεταιρισμών, καθώς είναι φανερό ότι το παλιό πέθανε (ακόμα και η περίφημη ΠΑΣΕΓΕΣ αυτοδιαλύθηκε τον Οκτώβριο του 2016) και ένα υπέροχο νέο παιδί μοιάζει έτοιμο να γεννηθεί: οι νέου τύπου συνεταιρισμοί. Αυτοί οι τελευταίοι εξαπλώνονται σε όλη την Ελλάδα, αλλά κινδυνεύουν να πνιγούν από την αδρανή γραφειοκρατία, την αδιαφορία και την εχθρότητα του ελληνικού κράτους.
Στην έρευνα εξετάζονται, με βάση επίσημα στοιχεία τα οποία έως τώρα δεν είχαν γίνει γνωστά, τον ακριβή μηχανισμό της φαύλης ανάπτυξης των κρατικοδίαιτων συνεταιρισμών και τις πραγματικές αιτίες της κατάρρευσης τους. Μεταξύ άλλων αυτή η καταγραφή αποκαλύπτει ότι το ελληνικό Δημόσιο συναλλασσόταν για δεκαετίες με συνεταιρισμούς-βιτρίνα.
Μετά από την υποχρεωτική (εκ των μνημονιακών υποχρεώσεων) δημιουργία του Εθνικού Μητρώου, από τους 6.700 ελληνικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς απέμειναν λιγότερο από το 10%, μέχρι στιγμής. Οι υπόλοιποι είτε δεν πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, είτε ήταν πρακτικά εικονικοί.
Η έρευνα, χρησιμοποιώντας στοιχεία των εκκαθαριστών των χρεοκοπημένων συνεταιρισμών (τα στοιχεία είναι στη διάθεση της διαΝΕΟσις), ανατέμνει το μηχανισμό του ομφάλιου λώρου μεταξύ των κρατικοδίαιτων συνεταιρισμών και του πελατειακού κομματικού συστήματος και πελατειακού κράτους. Αυτή η σχέση ευνούχισε, παρέλυσε και, τελικά, οδήγησε τους συνεταιρισμούς στην απαξίωση και στη χρεωκοπία.
Διερευνόνται επίσης, το αν πράγματι η Ελλάδα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα στον πρωτογενή τομέα. Η απάντηση είναι σαρωτική: η χώρα μας έχει τεράστια περιθώρια και προοπτικές αγροτικής και κτηνοτροφικής ανάπτυξης, συγκριτικά και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα. Ωστόσο κανένας κεντρικός σχεδιασμός δεν υπάρχει για τη μετατροπή αυτών των συγκριτικών πλεονεκτημάτων σε μοχλούς ανάπτυξης.
Ακόμη, μεταξύ άλλων, εξετάζονται αστικοί μύθοι, όπως την πεποίθηση ότι υπάρχει μια «στροφή στην ύπαιθρο» μέσα στην κρίση. Τα στοιχεία είναι κατηγορηματικά: ποσοτικά τουλάχιστον, δεν υπάρχει καμία αύξηση της προσέλευσης εργαζομένων στην ύπαιθρο. Το αντίθετο ισχύει μάλιστα. Εννιά στους δέκα πολίτες που μετείχαν την τελευταία δεκαετία στο χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρόγραμμα Νέων Αγροτών, στη συνέχεια εγκατέλειψαν την ενασχόληση τους με τα αγροτικά και επέστρεψαν στην πόλη. Ενδεικτικό είναι το γράφημα που δημοσιεύεται –ίσως για πρώτη φορά- και στον οποίο φαίνεται πως οι γεννηθέντες το 1997 ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ, είναι πανελλαδικά 32 (ολογράφως τριάντα δύο) άτομα! Αυτοί οι 32 κατ' επάγγελμα αγρότες, με τις εισφορές τους, θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν ένα Ταμείο το οποίο συμπεριλαμβάνει με τον ένα ή άλλο τρόπο πάνω από 500.000 «δικαιούχους».
Ολόκληρη η έρευνα εδώ.